Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

αιθουσα αναμονης

"περιμενετε λιγο μεσα κ θα σας φωναξω", μου λεει η γραμματεας. παω στην αιθουσα αναμονης. αλλοι τρεις ηδη περιμενουν εκει πριν απο μενα. καθομαι στον δερματινο καναπε, παιρνω ενα βιβλιο απο το τραπεζακι κ αρχιζω να το ξεφυλλιζω. το βιβλιο ειναι ενα φωτογραφικο αλμπουμ απο μερη του κοσμου που δεν εχει επισκεφτει ποτε κανεις, ουτε καν ο ιδιος τους ο φωτογραφος. το κλεινω κ κοιταζω την τηλεοραση που παιζει χωρις ηχο. καποιος πασχιζει να πεισει για κατι το κοινο του. διπλα του, καποιος αλλος κουναει το κεφαλι του, σαν να λεει: παει, χαλασε ο κοσμος. ο κοσμος, στο μεταξυ, εχει αρχισει να χαλαει απο την πρωτη μερα της δημιουργιας του. ο ενας, απο τους αλλους τρεις που περιμενουνε, σηκωνεται κ παει κ κοιταζει εξω απο το παραθυρο. μετα απο λιγο γυριζει κ μας λεει: "βρεχει". οι αλλοι δυο συμφωνουν. εγω δεν παιρνω θεση. ναι, εβρεχε ηδη οταν ερχομουνα κ μπορει να βρεχει ακομα κ οταν ξαναβγω στον δρομο, αλλα οσο ειμαι εδω, στην αιθουσα αναμονης, ακομα κ αυτη η βροχη μπορει να περιμενει. μια πορτα ανοιγει. μια φωνη λεει: "κ οπως ειπαμε, ε;" μια αλλη φωνη της απαντα: "ε, ναι.. τι; παιδια ειμαστε;" η γραμματεας φωναζει: "να περασει ο κυριος αστεριου". κανεις δεν αντιδρα, κανεις δεν συγκινειται. ο τυπος στο παραθυρο συνεχιζει να χαζευει την βροχη. οι αλλοι δυο κοιταζονται μεταξυ τους, βαζοντας στοιχημα ποιος θα γελασει πρωτος. ισως, σκεφτομαι, να ειμαι εγω ο κυριος αστεριου ή να εδωσα εστω καταλαθος αυτο ονομα στη γραμματεα, οταν ηρθα. σηκωνομαι κ παιρνω μαζι μου κ το αλμπουμ. τα αγνωστα μερη στις φωτογραφιες του ξαφνικα κηρυσσουν ολα μαζι τον πολεμο, ολα εναντιον ολων. πού πας, μου λεει, χωρις ηχο παντα, αυτος στην τηλεοραση. διπλα του ο αλλος κουναει το κεφαλι του σαν να λεει: παει χαλασε κ ο κυριος αστεριου, χαθηκε κ η τελευταια ελπιδα που ειχαμε σαν ανθρωποτητα. στο μεταξυ, σε καποια αλλη αιθουσα αναμονης, σε καποιον ελαχιστα πιο πραγματικο κοσμο, καποιοι αλλοι ανθρωποι περιμενουνε να μαθουν αν οντως ειναι ανθρωποι

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

πολιτισμενα

ενας τυπος περπαταει στον δρομο παρεα με το σκυλι του. λιγο παρακατω απο το σπιτι του συναντα εναν φιλο που επισης εχει βγαλει το σκυλι του βολτα. οι δυο φιλοι χαιρονται που επεσε ο ενας πανω στον αλλον, κοντοστεκονται κ αρχιζουν να λενε τα νεα τους. τα σκυλια, απο την αλλη, δεν χαιρονται κ τοσο. οποτε, οσο τα αφεντικα τους ανταλλασσουνε ευχες για τον καινουριο χρονο κ αφηγουνται το πώς περασαν στις γιορτες, εκεινα αρχιζουν να γρυλιζουν κ να δειχνουνε τα δοντια τους. οι δυο τυποι δεν δινουν κ τοσο σημασια κ περιοριζονται μονο στο να λενε πού κ πού "ηρεμα, ρε, ηρεμα" κ καπως να χασκογελανε, περηφανοι που ο πολιτισμος εχει φροντισει να κρυψει τα δικα τους ζωωδη ενστικτα κατω απο το χαλακι. καποια στιγμη, τα δυο τετραποδα βαριουνται τις αγριαδες κ αποφασιζουν να ανοιξουν τη δικη τους πολιτισμενη συζητηση. "τι εγινε, ρε", λεει το ενα, "ξεστολισαν οι δικοι σου ή ακομα;" "πλακα μου κανεις", το αλλο απαντα, "αμα δεν μπει το τριωδιο εμεις δεν σβηνουμε φωτακια". "ε, τι να κανεις", ξαναλεει το πρωτο, "καπως πρεπει να παλεψουν κ αυτοι οι καημενοι τη μιζερια τους, τουλαχιστον μεχρι να ερθει η ανοιξη". "αχ, η ανοιξη", κανει για πλακα πως μελαγχολει το αλλο κ υστερα κ τα δυο σκανε ταυτοχρονα στα γελια. τα αφεντικα τους σταματανε να μιλουν κ ενοχλημενα τα κοιταζουν. δεν ξερουν ακριβως τι, αλλα σαν κατι να τους ενοχλει σε αυτην τη συμφιλιωση. μετα κοιταζονται μεταξυ τους, κ αφου καπως σαν να συννενοουνται σιωπηλα, ξαναγυρνανε στα σκυλια κ τους φωναζουν: "αγρια, ρε, αγρια"