Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

η Μηχανή του Κρόνου (μέρος τρίτο)

σκηνή 13η: ημέρα, εξωτερικό (πλατεία Συντάγματος)
Ο Άρης βαδίζει με γρήγορα βήματα προς την είσοδο του Κοινοβουλίου, περνώντας ανάμεσα από τους άνδρες της αστυνομίας που κινούνται σαν μεθυσμένα ζόμπι. Μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη ο εύζωνας εξακολουθεί να παραμένει ακίνητος σαν άγαλμα. Ένας επαίτης, με το χαρακτηριστικό αργό βάδισμα του εξαρτημένου, κόβει το δρόμο του Άρη.

Επαίτης
Ρε φίλε, μήπως έχεις μισό ευρώ;

Ο Άρης τον προσπερνά και προχωρά προς το κτήριο του Κοινοβουλίου. Ανεβαίνει τα σκαλιά δύο-δυο.

σκηνή 14η (συνέχεια της 8ης): ημέρα, εσωτερικό (Βουλή των Ελλήνων/διάδρομος)
Οι δύο ηλικιωμένοι κοιτάζουν από το παράθυρο τον Άρη να πλησιάζει.

Πρώτος Γέρος
Αυτό κι είναι έκπληξη! Κοίτα ποιος έρχεται!

Δεύτερος Γέρος
Τι δουλειά έχει αυτός εδώ;

Πρώτος Γέρος
Δεν επιστρέφουν, φαίνεται, μόνο οι δολοφόνοι στον τόπο του εγκλήματος. Καμιά φορά γυρίζουν και τα θύματα…

σκηνή 15η: ημέρα, εξωτερικό (Βουλή των Ελλήνων/είσοδος)
Ο Άρης φτάνει μπροστά στην είσοδο. Οι δύο ένστολοι φρουροί είναι αγκαλιασμένοι σαν ερωτευμένο ζευγαράκι και δεν του δίνουν καμία σημασία. Ο Άρης σπρώχνει την πόρτα και περνάει στο εσωτερικό. 

σκηνή 16η: ημέρα, εσωτερικό (Βουλή των Ελλήνων/διάδρομος)
Ο Άρης προχωράει με σταθερό βήμα στους διαδρόμους της βουλής. Όσοι τον συναντούν, άλλοι αποστρέφουν το βλέμμα τους και άλλοι τον παρατηρούν με περιέργεια. Από μία πόρτα βγαίνουν δύο βουλευτές πιασμένοι γιακά με γιακά, που ενώ βρίζονται και σπρώχνονται, μόλις βλέπουν τον Άρη, σταματούν και τον κοιτάζουν με απορία. Πίσω τους εμφανίζεται μια νεαρή γυναίκα.

Γραμματέας
Από εδώ κύριε πλωτάρχα! Ο κύριος Ειδικός σας περιμένει.

Ο Άρης την ακολουθεί αφήνοντας τους δύο βουλευτές να κοιτάζονται έκπληκτοι.

σκηνή 17η: ημέρα, εσωτερικό (γραφείο Ειδικού Γραμματέα)
Ο Άρης και η νεαρή γραμματέας βρίσκονται στην είσοδο μιας μακρόστενης αίθουσας, στο βάθος της οποίας βρίσκεται ένα γραφείο, πίσω από το οποίο κάθεται ο άνδρας της έβδομης σκηνής και διαβάζει ένα βιβλίο, χωρίς να σηκώσει ούτε στιγμή τα μάτια του από αυτό. Είναι ο Λάμπρος Εκατόνταρχος, ο Ειδικός Γραμματέας των Εσωτερικών. Ακούγεται κλασσική μουσική. Η νεαρή γραμματέας γυρνάει προς τον Άρη και του χαμογελάει αμήχανα.

Γραμματέας
Κύριε Ειδικέ, ο κύριος πλωτάρχης είναι εδώ.

Εκατόνταρχος
Δε συνηθίζεται πια η προσφώνηση κύριος προ των βαθμών της ιεραρχίας, καλή μου.

Ο Εκατόνταρχος κατεβάζει το βιβλίο και χαμογελάει στον Άρη. Η Γραμματέας κοιτάζει μια τον έναν και μια τον άλλο σαστισμένη.

Εκατόνταρχος
Μπορείς να πηγαίνεις.

Η Γραμματέας βγαίνει από την αίθουσα και κλείνει πίσω της την πόρτα. Ο Άρης παραμένει ακίνητος στην είσοδο. Ο Εκατόνταρχος κλείνει την μουσική και ξαναφέρνει το βιβλίο που διάβαζε μπροστά του.

Εκατόνταρχος
«Φέτος αγόρασα μια μηχανή του χρόνου που την ήθελα από πέρυσι…»

Κατεβάζει το βιβλίο, το πετάει στην άκρη του γραφείου του και κάνει νόημα στο Άρη να πλησιάσει.

Εκατόνταρχος
Τι άλλη βλακεία θα γράψουν πια;

Άρης
Έτσι είναι οι συγγραφείς: αυτά που δε γνωρίζουν, συνήθως προσπαθούν να τα μαντέψουν.

Εκατόνταρχος
Πως είσαι, Άρη;

Άρης
Έχω υπάρξει και καλύτερα.

Ο Άρης έχει πλησιάσει το γραφείο του Εκατόνταρχου. Αυτός του δείχνει μια από τις πολυθρόνες. Ο Άρης κάθεται. Στη συνέχεια ο Εκατόνταρχος δείχνει το τραυματισμένο χέρι του Άρη.

Εκατόνταρχος
Σε πόσο καιρό θα το ξεφορτωθείς αυτό;

Άρης
Σε ένα μήνα περίπου θα μπορώ να παίζω ξανά πιάνο.

Εκατόνταρχος
Βλέπω πως δε χάνεις ποτέ το χιούμορ σου.

Άρης
Αυτό πάντως το έχασα για πάντα.

Ο Άρης σηκώνει τα μαλλιά του και αποκαλύπτει το καλυμμένο μάτι του. Ο Εκατόνταρχος σοβαρεύεται απότομα και γυρίζει το βλέμμα του αλλού.

Εκατόνταρχος
Το πάντα είναι έννοια σχετική. Ειδικά για ανθρώπους σαν κι εσένα.

Ιφιγένεια
Η έννοια μπορεί να είναι σχετική. Όμως η λέξη «πάντα» είναι πάντα επικίνδυνη.

Ο Άρης γυρίζει το κεφάλι του απότομα προς την πλευρά της Ιφιγένειας, η οποία τον πλησιάζει από πίσω, τον φιλάει στο μάγουλο και στη συνέχεια κάθεται σε μια άλλη πολυθρόνα δίπλα του.

Εκατόνταρχος
Προφανώς οι συστάσεις είναι περιττές.

Άρης
Θα προτιμούσα να με είχατε πληροφορήσει προηγουμένως για την παρουσία της Πλοηγού στη συνάντηση.

Η Ιφιγένεια παίρνει μια προκλητική στάση καθώς σταυρώνει τα πόδια της και κοιτάζει τον Άρη, που κοιτάζει σταθερά τον Εκατόνταρχο.

Ιφιγένεια
Δε φαντάζομαι ακόμα να μου κρατάς κακία.

Άρης
Κρατάω ό,τι θέλω για όσο καιρό θέλω.

Εκατόνταρχος
Θα σας παρακαλούσα να αφήνατε τα προσωπικά σας εκτός αυτής της αίθουσας. Η Πλοηγός με ενημέρωσε για την πορεία και τα αποτελέσματα της τελευταίας σου αποστολής, καθώς και για τις λεπτομέρειες του ατυχούς συμβάντος, κατά το οποίο είχες αυτόν τον μικρό τραυματισμό. Και σε βεβαιώνω πως η υπηρεσία είναι έτοιμη να πράξει το καθετί δυνατό, προκειμένου…

Άρης
Προκειμένου τι; Να βρείτε το χαμένο μάτι μου στα βουνά της Ηπείρου;

Εκατόνταρχος
Μη κατηγορείς την υπηρεσία κι εμένα για αυτό. Όλοι οι χρονοναύτες γνωρίζετε πολύ καλά τους κινδύνους του επαγγέλματος και σου υπενθυμίζω πως η ανάληψη της κάθε αποστολής έχει πάντα χαρακτήρα καθαρά εθελοντικό.

Ο Άρης βάζει ένα τσιγάρο στο στόμα του και ψάχνει στις τσέπες του για φωτιά. Οι κινήσεις του είναι δύσκολες, λόγω του τραυματισμένου του χεριού. Η Ιφιγένεια απλώνει το χέρι της προς το μέρος του Άρη κρατώντας έναν αναπτήρα και τον ανάβει.

Ιφιγένεια
Είναι συνήθεια του κυρίου Καρυωτάκη να κατηγορεί όλους τους άλλους, πλην του εαυτού του, για όσα του συμβαίνουν.

Ο Άρης της ρίχνει ένα αγριεμένο βλέμμα. Η Ιφιγένεια ανάβει και η ίδια ένα τσιγάρο και αλλάζοντας σταυροπόδι, φυσάει τον καπνό της προς τη μεριά του Άρη. Ο Άρης ξαναγυρίζει προς τον Εκατόνταρχο.

Εκατόνταρχος
Σε παρακαλώ, Ιφιγένεια! Μην εκνευρίζεις το φίλο μου. Μη ξεχνάς ότι ο Άρης είναι ένας ήρωας της Δημοκρατίας μας!

Άρης
Δεν είμαστε φίλοι, Εκατόνταρχε. Και θα σε παρακαλούσα να προχωρήσουμε στο θέμα μας και να μου εξηγήσεις για ποιο λόγο με κάλεσες εδώ σήμερα;

Εκατόνταρχος
Δεν ξεχνώ πως βρίσκεσαι σε αναρρωτική άδεια. Ωστόσο, η υπηρεσία έχει αναλάβει μια δουλειά, στην οποία μόνο ένας χρονοναύτης μπορεί να τα καταφέρει.

Άρης
Κι αυτός με ένα χέρι και ένα μάτι;

Εκατόνταρχος
Δεν μπορώ να σε υποχρεώσω να δεχτείς, αλλά το θέμα επείγει και δυστυχώς μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιμένουμε να αναρρώσεις πλήρως.

Άρης
Αν είναι να επιστρέψω στο ’44, λυπάμαι, αλλά…

Εκατόνταρχος
Όχι, όχι! Σου έχουμε κάτι πολύ πιο εύκολο και μάλλον πολύ πιο ευχάριστο;

Άρης
Άσε με να μαντέψω: 1453;

Ιφιγένεια
Έχεις πολύ πλάκα, άλλα η υπηρεσία δεν έχει όρεξη για αστεία. Είσαι ο μοναδικός εν ζωή πράκτορας πεδίου με εμπειρία εμπλοκής.

Άρης
Νομίζω ότι και ο κύριος Ειδικός καλά τα καταφέρνει σε αυτόν τον τομέα.

Ιφιγένεια
Σου το είπα, δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί και να συνεργαστεί.

Εκατόνταρχος
Μα, τι πράγμα να δεχτεί; Ακόμα δεν του έχουμε προτείνει κάτι.

Άρης
Ωραία, λοιπόν. Σας ακούω. Σε ποια συναρπαστική αποστολή θέλετε να με στείλετε;

Εκατόνταρχος
Εμείς σε καμία.

Άρης
Να πηγαίνω, δηλαδή.

Ο Άρης σηκώνετε. Το ίδιο και ο Εκατόνταρχος, ο οποίος απλώνει το χέρι του δείχνοντάς του μια μικρή πόρτα στο πλάι του γραφείο του.

Εκατόνταρχος
Στο διπλανό γραφείο, όμως, υπάρχει ένας κύριος, που πολύ θα ήθελε να σε γνωρίσει και να σου μιλήσει για κάτι που μάλλον σε ενδιαφέρει.

Ο Άρης κοιτάζει μία τον Εκατόνταρχο, που του χαμογελάει με το χέρι του απλωμένο προς την πόρτα και μία την Ιφιγένεια, που επίσης σηκώνεται και πηγαίνει δίπλα στον Εκατόνταρχο, ενώ κοιτάζει πάντα τον Άρη επίμονα και σοβαρά. Ο Άρης διστάζει. Τραβάει ακόμα μία από το τσιγάρο του και ύστερα το ρίχνει στο δάπεδο και το πατάει. Ο Εκατόνταρχος ανοίγει την μικρή πόρτα, αφήνοντας τον Άρη να περάσει πρώτος.

σκηνή 18η: ημέρα, εσωτερικό (Βουλή των Ελλήνων /διάδρομος)
Μπροστά ο Άρης, ο Εκατόνταρχος μετά και στο τέλος η Ιφιγένεια βαδίζουν σε ένα μακρύ ημιφωτισμένο διάδρομο. Ακούγονται τα τακούνια της Ιφιγένειας και από το βάθος του διαδρόμου ο ήχος μιας ανοιχτής τηλεόρασης που δυναμώνει, όσο οι τρεις τους προχωράνε. Από την τηλεόραση ακούγονται τηλεοπτικές διαφημίσεις. Φτάνουν μπροστά σε μια μισάνοιχτη πόρτα στο τέλος του διαδρόμου, όπου ο ένστολος, που στέκεται μπροστά της, παραμερίζει για να αφήσει τον Εκατόνταρχο να την χτυπήσει ελαφρά. Από τη μισάνοιχτη πόρτα βγαίνει ένα γατί που κοιτάζει τους επισκέπτες και νιαουρίζει.

σκηνή 19η: ημέρα, εσωτερικό (δωμάτιο Πρωθυπουργού)
Ο Εκατόνταρχος σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Ο Άρης στέκεται στην είσοδο, ενώ η Έψιλον φαίνεται να έχει εξαφανιστεί. Ο χώρος, αν και εξαιρετικά πολυτελής, μοιάζει με ένα γιγαντιαίο φοιτητικό δωμάτιο σε πλήρη αταξία. Ρούχα, περιοδικά και κουτιά από πίτσες βρίσκονται πεταγμένα σε διάφορα σημεία. Καμιά δεκαριά γατιά περιφέρονται εδώ και εκεί. Μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης προβάλει διαφημίσεις. Απέναντι της βρίσκεται μια γιγαντιαία δερμάτινη πολυθρόνα με την πλάτη της γυρισμένη προς την είσοδο του δωματίου. Ο Εκατόνταρχος προχωράει προς την πολυθρόνα δειλά και ύστερα γυρίζει προς τον Άρη και του χαμογελάει αμήχανα. Ένα γατί τρίβεται στο πόδι του Άρη και αυτός το κλωτσάει. Το γατί νιαουρίζει δυνατά εκνευρισμένο. Τότε παύει ξαφνικά ο ήχος της τηλεόρασης η πολυθρόνα περιστρέφεται και εμφανίζεται καθισμένος σε αυτήν ο πρωθυπουργός.

Πορφυρογέννητος
Τι έγινε; Ήρθε, επιτέλους, η παραγγελία μου;

Εκατόνταρχος
Κύριε Πρόεδρε, σας παρουσιάζω τον πλωτάρχη Καρυωτάκη.

Ο Πρωθυπουργός κοιτάζει για λίγο τους δύο επισκέπτες του σαστισμένος, σα να προσπαθεί να θυμηθεί κάτι. Φοράει μια αθλητική φόρμα και άσπρες αθλητικές κάλτσες χωρίς παπούτσια.

Πορφυρογέννητος
Μα φυσικά και γνωρίζω τον κύριο πλωτάρχη, Ειδικέ!

Ο Πρωθυπουργός σηκώνεται και τεντώνει το χέρι προς τον Άρη, ο οποίος ανταποδίδει διστακτικά τη χειραψία.

Πορφυρογέννητος
Περάστε, παρακαλώ! Καθίστε!

Τα περισσότερα καθίσματα τριγύρω είναι σκεπασμένα από ρούχα και περιοδικά. Ο Πρόεδρος με βιαστικές κινήσεις τα ξεφορτώνεται πετώντας εδώ κι εκεί και υποδεικνύει στους δύο άντρες που να καθίσουν.

Πορφυρογέννητος
Χίλια συγγνώμη για την ακαταστασία, κύριοι. Όλο λέω να βάλω λίγη τάξη εδώ μέσα και κάτι τυχαίνει κάθε φορά και όλο το αναβάλλω.

Ο Άρης κοιτάζει αφηρημένος τη βουβή τηλεόραση που συνεχίζει να προβάλει διαφημίσεις. Ο Πορφυρογέννητος πλησιάζει τη συσκευή, πατάει ένα κουμπί και την κλείνει. Ο Ειδικός κοιτάζει αυστηρά τον Άρη και του υποδεικνύει με μια νοητή υπόκλιση και ένα ψεύτικο χαμόγελο να είναι πιο ευγενικός και τυπικός. Ο Πορφυρογέννητος επιστρέφει και κάθεται στην πολυθρόνα του.

Πορφυρογέννητος
Λοιπόν, Ειδικέ, σε ακούμε. Τι καλό νέο μας φέρνεις;

Εκατόνταρχος
Το καλό νέο το έχετε μπροστά σας, κύριε πρόεδρε. Ο πλωτάρχης, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, αψήφησε τη δεινή κατάσταση της υγείας του και μολονότι ευρισκόμενος σε αναρρωτική άδεια, δέχτηκε να παραβρεθεί στη σημερινή μας συζήτηση, προκειμένου να πληροφορηθεί σχετικά με την πρωτοβουλία που προτίθεστε να αναλάβετε.

Πορφυρογέννητος
Γι’ αυτό δεν πρόκειται να καταστραφεί ποτέ αυτή η χώρα. Όσο υπάρχουν άνδρες σαν κι εσάς κύριε Καρυωτάκη, μπορούμε να ελπίζουμε.

Άρης
Επιτρέψτε μου, κύριε Πρόεδρε, αλλά ο κύριος Ειδικός δε με έχει ακόμα πληροφορήσει σχετικά με το θέμα της συζήτησης μας. Ο λόγος για τον οποίον ήρθα σήμερα εδώ…

Πορφυρογέννητος
Ο λόγος για τον οποίον βρίσκεσαι σήμερα εδώ, είναι διότι ζήτησα να σε πληροφορήσω εγώ ο ίδιος, προσωπικά, για το αντικείμενο της αποστολής σου.

Άρης
Της αποστολής μου;

Πορφυρογέννητος
Φυσικά, δεν είσαι υποχρεωμένος να την αποδεχτείς. Ωστόσο, όπως πολύ καλύτερα γνωρίζεις, η Δημοκρατία μας βρίσκεται στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου.

Άρης
Επιτρέψτε μου, κύριε πρόεδρε, και με κάθε σεβασμό, άλλα δεν έχετε ιδέα τι είναι ένας εμφύλιος πόλεμος.

Το δωμάτιο ξαφνικά βυθίζεται στη σιωπή. Ο Πορφυρογέννητος ακουμπά την πλάτη του στην πολυθρόνα και φαίνεται μάλλον σκεπτικός παρά προσβεβλημένος. Ο Εκατόνταρχος κοιτάζει οργισμένος τον Άρη.

Εκατόνταρχος
Πρόσεχε τα λόγια σου, Άρη. Δε μιλάς με τα φιλαράκια σου από τα μπαρ.

Πορφυρογέννητος
Όχι, όχι, Εκατόνταρχε. Ο πλωτάρχης έχει δίκιο. Πρέπει να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί στις εκφράσεις μας. Άλλωστε, μιλώντας για εμφύλιο, δε μπορώ να λησμονήσω την εμπειρία και το ρόλο του καλύτερού μας χρονοναύτη στα Δεκεμβριανά. Η αποστολή, όμως, που θέλουμε τώρα να σου αναθέσουμε είναι πολύ διαφορετική.

Άρης
Ο κύριος Ειδικός την χαρακτήρισε ευχάριστη.

Πορφυρογέννητος
Αυτό, είναι κάτι σχετικό. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που προσωπικά εσένα σε ευχαριστεί. Για παράδειγμα, αυτή η συνάντηση, τώρα, πόσο ευχάριστη σου είναι.

Άρης
Τι εννοείτε;

Πορφυρογέννητος
Δε χρειάζεται να απαντήσεις. Άλλωστε, και εγώ δεν ξέρω τι θα με ευχαριστούσε περισσότερο αυτή τη στιγμή, μια προσβολή ή ένα ψέμα. Ωστόσο, αυτό που θέλω να σου ζητήσω είναι μια δεύτερη συνάντηση μαζί μου, κάτω από πολύ διαφορετικές, όμως, συνθήκες.

Άρης
Δηλαδή, που;

Πορφυρογέννητος
Δηλαδή, πότε, θα ρωτούσε ένας καλός χρονοναύτης.

Άρης
Αν κατάλαβα καλά, μου ζητάτε…

Πορφυρογέννητος
Σου ζητάω να γυρίσεις πίσω, μόλις στο 1996, προκειμένου να βρεις τον προ δεκαπενταετίας εαυτό μου και να του τα πεις ένα χεράκι.

Άρης
Δεν καταλαβαίνω.

Πορφυρογέννητος
Πριν από δεκαπέντε χρόνια η Δημοκρατία μας έλαβε μία πολύ λανθασμένη απόφαση, η οποία αποδείχτηκε μοιραία για την μετέπειτα εξέλιξη του τόπου μας. Η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, οφείλετε σε εκείνη την απόφαση. Το ξέρεις πολύ καλύτερα από εμένα, οι ιστορικές επεμβάσεις είναι αποστολές δύσκολες και άκρως επικίνδυνες. Η Ειδική Γραμματεία Χρόνου ήδη μετράει αρκετούς νεκρούς πράκτορες, που έπεσαν στο καθήκον προσπαθώντας να φέρουν σε πέρας την αποστολή που τους είχε ανατεθεί. Για την ακρίβεια, όπως με πληροφόρησε ο Ειδικός, εσύ είσαι ο μόνος αυτή τη στιγμή ενεργός πράκτορας πεδίου που μας έχει μείνει.

Άρης
Θέλετε να πείτε, ο μόνος ζωντανός πράκτορας πεδίου.

Πορφυρογέννητος
Έστω. Βλέπω πως σου αρέσει πολύ να διορθώνεις τους ανωτέρους σου. Άρα δε θα έχεις, φαντάζομαι, και ιδιαίτερο ψυχολογικό πρόβλημα να αναλάβεις να κάνεις άλλη μια τέτοια διόρθωση.

Άρης
Κύριε Πρόεδρε, το ότι βρίσκομαι ακόμα εν ζωή, όπως θα σας έχει πληροφορήσει ο Επίτροπος, είναι ένα στατιστικό λάθος. Υπάρχουν άνθρωποι, σε τρεις τουλάχιστον δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, που θα ήθελαν πολύ να με δουν νεκρό. Και την τελευταία φορά το κεφάλι λίγο έλειψε από το να αποτελέσει μέρος της διακόσμησης κάποιας επαρχιακής πλατείας. Εξάλλου, στην κατάσταση που βρίσκομαι τώρα...

Πορφυρογέννητος
Δε βλέπω σε τι μπορεί να σε εμποδίσει η κατάσταση σου από το να κάνεις ένα μικρό ταξιδάκι, να ζητήσεις μια ολιγόλεπτη ακρόαση και να κουβεντιάσετε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι με τον παλιό μου εαυτό.

Άρης
Αντιλαμβάνεστε, πιστεύω, ότι το πιθανότερο είναι ο παλιός σας εαυτός να με αντιμετωπίσει σαν τρελό και να διατάξει, στην καλύτερη, να με πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Το 1996 όχι μόνο δεν είχε ανακαλυφθεί η δυνατότητα διαχρονικής μετάβασης, αλλά ούτε καν σχεδιασμός για κάτι τέτοιο δεν υπήρχε.

Πορφυρογέννητος
Μην ανησυχείς! Η ιστορίες επιστημονικής φαντασίας πάντοτε με γοήτευαν. Να είσαι σίγουρος πως θα σε ακούσω με ενδιαφέρον. Λοιπόν, τα υπόλοιπα θα σου τα εξηγήσει ο προϊστάμενος σου. Μου επιτρέπετε, τώρα, κύριοι!

Ο Πρωθυπουργός σηκώνεται όρθιος και άλλοι δύο τον μιμούνται αμέσως. Ο Πρωθυπουργός τους χαιρετάει με χειραψία, πρώτα τον Άρη και μετά τον Εκατόνταρχο.

Πορφυρογέννητος
Θα περιμένω ενημέρωση για την προετοιμασία της αποστολής. Και, Άρη, αν το θυμηθείς, σε παρακαλώ, πες σε αυτόν τον παλιό μου εαυτό να ξυρίσει το μουστάκι του! Δεν αντέχω να με βλέπω στις φωτογραφίες εκείνης της εποχής.

Ο Πορφυρογέννητος ανοίγει ξανά την τηλεόραση, παίρνει στην αγκαλιά του μία από τις γάτες και κάθεται ξανά στην πολυθρόνα, ενώ ο Άρης και ο Εκατόνταρχος αποχωρούν από το γραφείο του.

σκηνή 20η, ημέρα, εσωτερικό (Βουλή των Ελλήνων /διάδρομος)
Ο Άρης και ο Εκατόνταρχος βαδίζουν στον ημιφωτισμένο μακρύ διάδρομο, ενώ από το βάθος πίσω τους ακούγεται ο ήχος της τηλεόρασης. Στα μισά του διαδρόμου, ο Άρης σταματάει και αρπάζοντας τον Εκατόνταρχο από το σακάκι, τον σπρώχνει προς τον τοίχο.

Άρης
Λέγε τώρα! Τι είναι όλα αυτά;

Εκατόνταρχος
Ήρεμα, πράκτορα! Παρεκτρέπεσαι.

Άρης
Δε με έχεις δει να παρεκτρέπομαι. Εξήγησέ μου, τι γίνεται εδώ πέρα!

Εκατόνταρχος
Νομίζω ότι ο πρόεδρος της κυβερνήσεως σου τα εξήγησε όλα λεπτομερώς. Τι άλλο θέλεις να μάθεις;

Άρης
Όχι σε εμένα αυτά! Αν θέλατε να με ξεφορτωθείτε, ας με αφήνατε στο ’44! Το ξέρεις καλά πως εννιά στις δέκα αποστολές επέμβασης έχουν μοιραία κατάληξη. Πόσο μάλλον μια αποστολή που προϋποθέτει και αποκάλυψη!

Εκατόνταρχος
Γι’ αυτό και επιλέξαμε τον καλύτερο και πιο έμπειρο χρονοναύτη. Διαφορετικά θα στέλναμε έναν εκπαιδευόμενο ή έναν πράκτορα καταγραφής.

Άρης
Γιατί δε πας εσύ, Εκατόνταρχε. Απ’ ότι θυμάμαι έχεις αρκετές εκκρεμότητες αφήσει στη δεκαετία του ενενήντα.

Εκατόνταρχος
Η παρουσία μου στο παρόν είναι επιβεβλημένη από το πρωτόκολλο. Κάποιος, άλλωστε, πρέπει να υποδεχτεί τις αλλαγές που θα επιφέρει η αποστολή σου.

Άρης
Και να υποδεχτεί και τη σωρό μου.

Εκατόνταρχος
Μη λες βλακείες! Οι νεκροί δεν ταξιδεύουν στο χρόνο.

Ο Άρης αφήνει τον Εκατόνταρχο και συνεχίζει να περπατάει στο διάδρομο. Ο Εκατόνταρχος δεν τον ακολουθεί, αλλά στέκεται και τον κοιτάζει να απομακρύνεται.

Εκατόνταρχος
Είχες μια δύσκολη μέρα, Άρη. Πήγαινε ξεκουράσου, σκέψου την πρότασή μας και, όποτε αποφασίσεις, ξέρεις που θα με βρεις.

σκηνή 21η, ημέρα, εσωτερικό (Βουλή των Ελλήνων/διάδρομος)
Από το παράθυρο η Ιφιγένεια κοιτάζει τον Άρη να περπατάει στον περίβολο του κοινοβουλίου, να περνάει από την πύλη του και να βγαίνει έξω στο δρόμο.

(συνεχίζεται...)

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

η Μηχανή του Κρόνου (μέρος δεύτερο)

σκηνή 2η: ημέρα, εξωτερικό (πλατεία Συντάγματος)
Η πλατεία είναι πλημμυρισμένη από κόσμο. Κάτι ανάμεσα σε εξέγερση και πανηγύρι. Ακούγονται ανάμεικτα επαναστατικά εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, κυρίως όμως νέοι, κρατούν μαύρες, κόκκινες, αλλά και ελληνικές σημαίες και φωνάζουν αντιφατικά συνθήματα που παραπέμπουν άλλοτε σε επανάσταση και άλλοτε σε επιθεώρηση.

Διαδηλωτές
Δε σε θέλει ο λαός, πάρ’ τις γάτες σου και μπρος!
Ψωμί – παιδεία – τριαντατρία!

Μπροστά από το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη είναι ακροβολισμένοι πάνοπλοι αστυνομικοί, που κοιτάζουν ακίνητοι και αμίλητοι τον κόσμο να τους περικυκλώνει.

σκηνή 3η: ημέρα, εσωτερικό (Βουλή των Ελλήνων/διάδρομος)
Όρθιοι μπροστά σε ένα από τα παράθυρα του κοινοβουλίου δύο ηλικιωμένοι άνδρες παρακολουθούν όσα συμβαίνουν κάτω στην πλατεία. Φοράνε μαύρα κουστούμια και χρωματιστές γραβάτες. Οι φάτσες τους είναι ξινισμένες και η όλη στάση τους θυμίζει τους γκρινιάρηδες γέρους του Muppet Show.

Πρώτος Γέρος
Λες να τα καταφέρουν αυτή τη φορά;

Δεύτερος Γέρος
Αν όχι αυτή τη φορά, κάποτε θα γίνει κι αυτό.

Πρώτος Γέρος
Αν μπούνε μέσα, δε θα γλιτώσει κανείς.

Δεύτερος Γέρος
Μπα… Αν μας φάνε όλους, μετά δε θα ξέρουν τι να κάνουν.

Πρώτος Γέρος
Το θέμα είναι, δηλαδή, να μην είμαστε στους πρώτους.

Δεύτερος Γέρος
Μην ανησυχείς! Εμείς δε τρωγόμαστε με τίποτα.

Οι δύο γέροντες γελάνε δυνατά. Οι φωνές των διαδηλωτών σβήνουν σιγά-σιγά, ενώ αρχίζει να ακούγεται μια άλλη αντρική φωνή που αγορεύει.

σκηνή 4η: ημέρα, εσωτερικό (Βουλή των Ελλήνων/αίθουσα συνεδριάσεων)
Η αίθουσα συνεδριάσεων είναι κατάμεστη, τόσο στα έδρανα όσο και στα θεωρεία. Στο βήμα βρίσκεται ένας ψηλός, αδύνατος άντρας, γύρω στα εξήντα. Είναι ο Ασημάκης Πορφυρογέννητος, ο πρωθυπουργός της χώρας. Ο λόγος του διακόπτεται επανειλημμένως από τις αντιδράσεις των βουλευτών σε όλες τις πτέρυγες.

Πορφυρογέννητος
Παρακαλώ! Παρακαλώ! Αν βρίσκεται η χώρα αυτή τη στιγμή σε αυτή τη δεινή θέση, γι’ αυτό ευθυνόμαστε όλοι μας. Και όσοι είμαστε τώρα μέσα σε αυτή την αίθουσα και όλοι εκείνοι που είναι συγκεντρωμένοι απ’ έξω. Εκλεγμένες ηγεσίες κυβερνούσαν τον τόπο τόσα χρόνια και όχι χούντες ή διορισμένοι αντιβασιλείς. Αν βρίσκεται η χώρα αυτή τη στιγμή στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, ο ηθικός αυτουργός αυτού του εγκλήματος είναι ο ίδιος ο λαός της! Παρακαλώ!

σκηνή 5η (συνέχεια της 2ης): ημέρα, εξωτερικό (πλατεία Συντάγματος)

Κάποιοι από τους διαδηλωτές, πιο δυναμικοί και πιο επιθετικοί, πλησιάζουν στον Αγνώστου Στρατιώτη. Έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους και κρατάνε καδρόνια. Οι αστυνομικοί έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο που βρίσκεται πιο πάνω, αλλά παραμένουν ακόμα αδρανείς μπροστά στις απειλητικές διαθέσεις των άλλων. Πίσω από τους ακροβολισμένους αστυνομικούς, παρατάσσονται και άλλες δυνάμεις, που διαρκώς αποβιβάζονται από κλούβες που βρίσκονται μπροστά από την είσοδο του κοινοβουλίου. Μπροστά στο μνημείο ο ακίνητος εύζωνας χάνεται μέσα στο πλήθος των κουκουλοφόρων, που γίνονται όλο και περισσότεροι. Ανάμεσά τους ένας ψηλός, γεροδεμένος άνδρας με ξυρισμένο το κεφάλι δίνει οδηγίες στους υπόλοιπους με φωνές και χειρονομίες. Στη συνέχεια σηκώνει έναν τηλεβόα και αρχίζει να υπαγορεύει συνθήματα.

Σωτήρης
Μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία!

Οι υπόλοιποι επαναλαμβάνουν ρυθμικά το σύνθημα, σηκώνοντας ψηλά τις γροθιές τους. Σε λίγο πιο διαφορετικό κλίμα, το πλήθος του κόσμου πίσω στην πλατεία, λιγότερο μαχητικό άλλα πιο ενθουσιώδες, φαίνεται να έχει στήσει το χορό.

σκηνή 6η (συνέχεια της 4ης): ημέρα, (Βουλή των Ελλήνων/αίθουσα συνεδριάσεων)

Πορφυρογέννητος
Και για αυτό οφείλουμε να αναζητήσουμε άμεσα τη λύση που θα μας βγάλει από αδιέξοδο. Τη λύση που θα σώσει τη χώρα από τον αλληλοσπαραγμό. Τη λύση θα λυτρώσει τον λαό και θα μας επαναφέρει στην κατάσταση όπου βρισκόμασταν πριν ανοίξει η πόρτα της κόλασης. Και να το ξέρετε, η λύση αυτή υπάρχει!

Ο Πορφυρογέννητος εξακολουθεί να αγορεύει από το βήμα της βουλής, ενώ κάποιοι από τους βουλευτές από κάτω ανταλλάσουν προσβλητικές χειρονομίες και βρισιές. Κάποιος εκτοξεύει ένα αντικείμενο προς τα έδρανα των αντιπάλων του και ακολουθεί συμπλοκή με βουλευτές να πιάνονται στα χέρια και να μαλλιοτραβιούνται.

σκηνή 7η: ημέρα, εσωτερικό (Βουλή των Ελλήνων/θεωρείο στην αίθουσα συνεδριάσεων)

Σε ένα από τα θεωρεία ένας άντρας γύρω στα σαρανταπέντε παρακολουθεί σοβαρός και ατάραχος. Φοράει μαύρο κουστούμι και μαύρη γραβάτα. Δίπλα του κάποιος κρατάει σημειώσεις, ενώ μιλάει ταυτόχρονα χαμηλόφωνα στο κινητό του. Ένα γυναικείο χέρι τον αγγίζει στον ώμο. Γυρίζει, κοιτάζει πίσω του και σηκώνεται βιαστικά παραχωρώντας δουλοπρεπώς τη θέση του σε μία πολύ όμορφη γυναίκα γύρω στα τριανταπέντε. Αυτή κάθεται και κάνει ένα αδιάφορο νόημα στον άλλο να απομακρυνθεί. Η στάση, το ντύσιμο και το βλέμμα της δημιουργούν ένα πολύ εντυπωσιακό και προκλητικό σύνολο. Ο σοβαρός μαυροντυμένος άνδρας γυρίζει και την κοιτάζει. Εκείνη του κλείνει το μάτι σα να του λέει «όλα εντάξει». Αυτός χαμογελάει ικανοποιημένος και γυρίζει ξανά το βλέμμα του προς το κέντρο της αίθουσας, όπου επικρατεί πανδαιμόνιο.

σκηνή 8η (συνέχεια της 3ης): ημέρα, (Βουλή των Ελλήνων/διάδρομος)

Οι δύο ηλικιωμένοι άνδρες εξακολουθούν να παρακολουθούν από το παράθυρο όσα συμβαίνουν έξω από το κοινοβούλιο.

Πρώτος Γέρος
Τι σημαίνει «η λύση αυτή υπάρχει»; Και αφού υπάρχει λύση γιατί δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί;

Δεύτερος Γέρος
Δε ξέρω. Ίσως γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η κατάλληλη στιγμή.

Πρώτος Γέρος
Και τι είδους λύση είναι αυτή;

Δεύτερος Γέρος
Δεν έχω ιδέα. Πάντως σίγουρα αυτό δεν είναι λύση.

Ο δεύτερος γέρος δείχνει με το κεφάλι του προς την πλατεία, από όπου οι κραυγές του πλήθους ακούγονται πολύ πιο έντονες. Ο πρώτος κλείνει με δύναμη το παράθυρο και τραβάει την κουρτίνα.

σκηνή 9η (συνέχεια της 5ης): ημέρα, εξωτερικό (πλατεία Συντάγματος)

Οι διαδηλωτές και οι δυνάμεις της αστυνομίας έχουν έρθει στα χέρια. Έχουν ανάψει φωτιές σε διάφορα σημεία, ενώ κάποιοι έχουν καταφέρει να προσπεράσουν τον αστυνομικό κλοιό και πλησιάζουν την είσοδο του κοινοβουλίου, στα αριστερά και στα δεξιά της οποίας στέκονται σαν αγάλματα δύο ένστολοι φρουροί. Πιο πίσω, κάποιοι διαδηλωτές πέφτουν κάτω με αίματα στο πρόσωπο, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν καταφέρει να αποσπάσουν ρόπαλα και ασπίδες από τους αστυνομικούς και τους χτυπούν με αυτά.

σκηνή 10η: ημέρα, εσωτερικό (ταξί)

Ο ταξιτζής, ένας πενηντάρης με μουστάκι, ενώ οδηγάει, φτιάχνει τον καθρέφτη του έτσι, ώστε να βλέπει τον επιβάτη, που κάθεται στο πίσω κάθισμα. Από το ραδιόφωνο ακούγεται ένα λαϊκό τραγούδι.

Ταξιτζής
Που να σε αφήσω παιδί μου;

Άρης
Μπροστά στη Βουλή, παρακαλώ!

Ο Άρης ανταποδίδει το βλέμμα μέσα από τον καθρέφτη του οδηγού. Τα μακριά του μαλλιά του είναι ριγμένα πάνω στο μισό του πρόσωπο με τέτοιο τρόπο, ώστε να κρύβουν όσο είναι δυνατό το μαύρο κάλυμμα που σκεπάζει το ένα του μάτι. Το αριστερό του χέρι είναι τυλιγμένο με επιδέσμους και κρέμεται από το λαιμό του. Φοράει μαύρο πουκάμισο.

Ταξιτζής
Μα, είμαστε σχεδόν δίπλα. Και με το χαμό που γίνεται, δύσκολο να πλησιάσουμε με το ταξί.

Άρης
Δεν πειράζει! Πήγαινε όσο πιο κοντά μπορείς! Και κλείσε καλά τα παράθυρα, σε παρακαλώ!

Τα παράθυρα κλείνουν. Ο ταξιτζής κοιτάζει με απορία μέσα από τον καθρέφτη τον Άρη, ο οποίος βάζει ακουστικά στα αυτιά του. Στο βάθος του δρόμου φαίνονται οι διαδηλωτές. Το τραγούδι στο ραδιόφωνο σταματάει απότομα και ακούγεται η φωνή του εκφωνητή.

Εκφωνητής (off)
Σύνδεση αμέσως με τον ανταποκριτή μας στην πλατεία Συντάγματος, όπου η κατάσταση φαίνεται να έχει ξεφύγει για ακόμα μια φορά…

Ταξιτζής
Τους αλήτες, τα έχουνε διαλύσει όλα!

Ο ταξιτζής συνεχίζει να γκρινιάζει. Ο Άρης δεν φαίνεται να τον προσέχει και ελέγχει πόσα καλά κλεισμένα είναι τα παράθυρα. Η φωνή του ταξιτζή και ο ήχος του ραδιοφώνου χάνονται σιγά-σιγά, ενώ ο Άρης δυναμώνει την ένταση στη μικροσκοπική συσκευή που κρατάει και πιέζει τα ακουστικά μέσα στα αυτιά του. Αρχίζει να ακούγεται έντονη ηλεκτρονική μουσική. Ο Άρης κλείνει τα μάτια του και ακουμπάει το κεφάλι πίσω.

σκηνή 11η (συνέχεια της 9ης): ημέρα, εξωτερικό (πλατεία Συντάγματος)


Ενώ η ίδια ηλεκτρονική μουσική ακούγεται, ένα μέρος της πλατείας και ο χώρος μπροστά από τη Βουλή έχουν μετατραπεί σε κανονικό πεδίο μάχης. Κάποιοι είναι πεσμένοι στο έδαφος και άλλοι, σε ομάδες, λυντσάρουν μεμονωμένους αντιπάλους. Ο Σωτήρης, κρατώντας ακόμα τον τηλεβόα, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και πρωτοστατεί στη σύγκρουση. Ο ρυθμός της μουσικής γίνεται φρενήρης μέχρι που ξαφνικά το κομμάτι μετατρέπεται σε έναν διαπεραστικό μεταλλικό ήχο. Τόσο οι διαδηλωτές όσο και οι άντρες των ΜΑΤ σταματούν απότομα τις εχθροπραξίες, στην αρχή για να κοιτάξουν τριγύρω τους απορημένοι και έπειτα, ενώ ο θόρυβος όλο και εντείνεται, για να καλύψουν με τα χέρια τους τα αυτιά τους. Ρόπαλα και καδρόνια πέφτουν στο έδαφος. Όλοι παίρνουν μια έκφραση πόνου και αγωνίας, ενώ κάποιοι διπλώνονται ή πέφτουν κάτω.

σκηνή 12η (συνέχεια της 10ης): ημέρα, εσωτερικό (ταξί)

Ο ήχος σταματάει απότομα. Ο Άρης ανοίγει τα μάτια του και βγάζει τα ακουστικά από τα αυτιά του. Από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ακούγεται το ρεφραίν του λαϊκού τραγουδιού να επαναλαμβάνεται σαν να έχει κολλήσει η βελόνα. Το ταξί είναι σταματημένο στο πλάι του δρόμου, πολύ κοντά πλέον στην πλατεία. Ο ταξιτζής, ακουμπισμένος πάνω στο τιμόνι του, μοιάζει σαν να κοιμάται. Ο Άρης απλώνει το χέρι του μπροστά και κλείνει το ραδιόφωνο. Ο ταξιτζής ξυπνάει απότομα και μοιάζει χαμένος.

Άρης
Τι χρωστάω;

Ταξιτζής
Τι πράγμα;

Από τα παράθυρα βλέπουν άλλους ανθρώπους να παραπατούν σαν μεθυσμένοι και άλλους να στέκονται και να κοιτάζουν κάπου ψηλά. Επικρατεί απόλυτη ησυχία. Κάποιος σκοντάφτει πάνω στο ταξί.

Ταξιτζής
Σιγά!

Ο Άρης κοιτάζει προς το μέρος του και βλέπει τον Σωτήρη στο βάθος του πλάνου να στέκεται όρθιος ανάμεσα σε πολλούς ξαπλωμένους διαδηλωτές και αστυνομικούς, που προσπαθούν με κόπο να σηκωθούν. Ο Σωτήρης κοιτάζει με απορία τον τηλεβόα που κρατάει. Ο Άρης ανοίγει την πόρτα.

Άρης (προς τον Ταξιτζή)
Περίμενε λίγο!

σκηνή 13η: ημέρα, εξωτερικό (πλατεία Συντάγματος)

Ο Άρης πλησιάζει τον Σωτήρη περνώντας με δυσκολία μέσα από τον κόσμο. Τον φτάνει και τον ακουμπάει στον ώμο. Εκείνος γυρίζει και τον κοιτάζει ξαφνιασμένος.

Σωτήρης
Τι κάνεις εσύ εδώ;

Άρης
Έλα, πάμε!

Ο Άρης και ο Σωτήρης προχωράνε προς το ταξί αγκαζέ περνώντας ανάμεσα από τα απομεινάρια της σύρραξης κι ενώ κάποιοι διαδηλωτές βοηθούν κάποιους αστυνομικούς να σταθούν στα πόδια τους. Ψηλά στο κτήριο του κοινοβουλίου, σε κάποιο παράθυρο μία κουρτίνα τραβιέται δειλά-δειλά. Πίσω της εμφανίζονται τα πρόσωπα των δύο γέρων.


σκηνή 14η: ημέρα, εσωτερικό (ταξί)

Ο Σωτήρης κάθεται στη θέση του συνοδηγού, ακουμπάει τον τηλεβόα πάνω στα πόδια του και τον περιεργάζεται. Από την ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού ο Άρης σκύβει μέσα στο ταξί και δίνει στον Ταξιτζή ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ.

Άρης
Πήγαινέ τον εκεί από όπου με πήρες και κράτα τα ρέστα!

Καθώς ο Άρης τραβιέται πίσω, ο Σωτήρης του αρπάζει το χέρι και τον κοιτάζει στα μάτια σαν δαρμένο κουτάβι.

Σωτήρης
Ποιος κέρδισε;

Άρης
Κανείς. Ισοπαλία.

Ο Άρης κλείνει την πόρτα και το ταξί ξεκινάει.

(συνεχίζεται...)


Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

η Μηχανή του Κρόνου (μέρος πρώτο)

σκηνή 1η: ημέρα, εξωτερικό (έρημος)

Δύο άντρες βαδίζουν αργά πάνω στην άμμο. Ο ένας είναι μετρίου αναστήματος, μελαχρινός με ήρεμο άλλα προβληματισμένο βλέμμα. Ο άλλος είναι σωματώδης με ξυρισμένο κεφάλι και πιο νευρικές κινήσεις. Γύρω τους ένα γυμνό ερημικό τοπίο. Οι φανέλες τους είναι τυλιγμένες γύρω από το μέτωπό τους, σαν αυτοσχέδια καπέλα. Τα ξεκούμπωτα πουκάμισά τους κρέμονται έξω από τα παντελόνια τους. Κρατούν από ένα μαύρο κράνος, παρόμοιο με αυτά των μοτοσικλετιστών, αλλά με κάτι κόκκινα φωτάκια να αναβοσβήνουν πάνω του και με χαραγμένο το σύμβολο των δύο χιαστί οστών. Στο πλάι τους σέρνεται ένα σκυλί με τη γλώσσα κρεμασμένη.
Ξαφνικά το ζώο ζωηρεύει, γαβγίζει και αρχίζει να τρέχει προς την κατεύθυνση μιας μικρής συστάδας δέντρων που ξεχωρίζει σαν αντικατοπτρισμός στο βάθος του πλάνου. Οι δύο άντρες κοιτάζονται και αμέσως το ακολουθούν με πιο γρήγορα βήματα. Το σκυλί χώνεται ανάμεσα στα δέντρα, βρίσκει μία βρώμικη λιμνούλα και αρχίζει να πίνει λαίμαργα από το νερό της. Ο ψηλότερος από τους δύο άντρες έρχεται και βουτάει ολόκληρος με τα ρούχα του μέσα στη γούρνα. Ο άλλος, πιο συγκρατημένος, φτάνει τελευταίος στην όαση. Σκύβει και γεμίζοντας με νερό τις χούφτες του πίνει και αυτός. Στη συνέχεια ξεσκεπάζει το κεφάλι του και βρέχει το πρόσωπο και τα μαλλιά του. Σηκώνεται όρθιος ξανά - ενώ ο φίλος του και το σκυλί εξακολουθούν να πλατσουρίζουν. Κάτι ανάμεσα στα δέντρα φαίνεται να του τραβάει την προσοχή.
Πλησιάζει, μετακινεί κάποια κλαδιά και αποκαλύπτει μια πράσινη σκουριασμένη επιγραφή που δείχνει την κατεύθυνση προς «ΟΑΚΑ» και προς «Ελ. Βενιζέλος». Την προσπερνά, κάνει δυο-τρια βήματα ακόμα, βγαίνει ξανά έξω από τη σκιά των δέντρων και γουρλώνει τα μάτια του μπροστά σε αυτό που αντικρύζει. Μετά από λίγο ο ψηλός εμφανίζεται και αυτός μουσκεμένος από πίσω του. Έχει βγάλει ένα κινητό τηλέφωνο και καθώς φωτογραφίζει αυτό που βρίσκεται απέναντί τους, ρωτάει:

Σωτήρης
Τι λέει;

Άρης
Α… εδώ!

Μπροστά τους, καταμεσής στην έρημο, ξεχωρίζει ο βράχος της Ακρόπολης και πιο πίσω του ο Λυκαβηττός, ενώ τριγύρω τους οι κορυφές κάποιων ρημαγμένων πολυκατοικιών μόλις που διακρίνονται μέσα από την άμμο.

-τίτλοι έναρξης-



Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Ψύχουλα

Ξεκινήσαμε μαζί με το καλοκαίρι. Αρχές Σεπτέμβρη οι δρόμοι μας χωρίσανε. Τρεις μήνες και κάτι χρόνια περπατήσαμε μαζί. Και σ’ όλη την πορεία σκορπίζαμε πίσω μας ψυχές και ψίχουλα. Να βρούμε τον δρόμο να γυρίσουμε, αν κάποτε χρειαζόταν.
Είναι κάτι πρωινά, νωρίς, πριν ξημερώσει ο κόσμος, που βγαίνω στο μπαλκόνι μου ν’ ακούσω την καινούρια μέρα να ‘ρχεται. Ευτυχισμένη η καινούρια μέρα! Κι είναι φορές που βλέπω τον νοτιά να σφυρίζει ανάμεσα στις σκορπισμένες εκείνες ψυχές. Που τον ακούω να μου φέρνει στη θύμηση και στο μπαλκόνι μου τα σκόρπια εκείνα ψίχουλα. Από το καρβελάκι εκείνο που μαδήσαμε παρέα. Για να τον βρούμε κάποτε τον δρόμο και πίσω να γυρίσουμε.
Τρεις μήνες και κάτι χρόνια περπατήσαμε μαζί, μα δεν γυρίσαμε παρέα. Μέσα σ’ αυτό το φονικό μονάχα εκείνη επέζησε. Και πάλι εγώ το διάλεξα. Ποιος άλλος; Δικό μου είναι το παραμύθι. Εγώ ο δράκος. Εγώ κι ο πρίγκιπας. Τριάντα χρόνια νύχτες μου το διαβάζω και δεν λέω να κοιμηθώ.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Ο Ψωρόγατος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα όπου βασίλευε για πάντα η ειρήνη. Όχι πως δεν είχανε πολέμους στη χώρα εκείνη. Αλλά κι οι πόλεμοι που γίνονταν, ήταν πόλεμοι ειρηνικοί. Αφού και στους πολέμους στο τέλος η ειρήνη βασίλευε και πάλι.
Στη χώρα εκείνη της αιώνιας ειρήνης, υπήρχε και μια μεγάλη αρχόντισσα που βασίλευε και πάνω από την ειρήνη ακόμη. Κάτι σαν αυτοκράτειρα. Μα στα παραμύθια αυτοκρατορίες δεν χωράνε. Γι’ αυτό και όλοι αρχόντισσα τη λέγανε. Της ειρήνης Αρχόντισσα – μια Αρχοντοειρήνη!
Και ήταν η αρχόντισσα αυτή ένα παραμύθι από μόνη της. Κι ήταν πολλά τα παραμύθια που μέσα σε άλλα παραμύθια για εκείνη έφτιαχναν. Γιατί στ’ αλήθεια σίγουρος πως την είχε δει την Αρχοντοειρήνη δεν ήτανε κανένας. Κι ακόμα και μέσα στο παλάτι της, οι άνθρωποί της κάθε φορά αλλιώς την περιγράφανε. Πάντως όλοι ορκίζονταν πως ήταν όμορφη πολύ.
Κι αφού ποτέ κανένας πως την είχε στ’ αλήθεια δει σίγουρος δεν ήταν, κι αφού ποτέ της η Αρχοντοειρήνη στον λαό της δημόσια δε φανερωνόταν, κι αφού σιγά σιγά άρχισαν οι άνθρωποι να πιστεύουνε πως η αρχόντισσα στ’ αλήθεια δεν υπήρχε, είπανε τότε το όνομα να της το αλλάξουνε και να της δώσουν όνομα και τίτλο πιο λαμπρό να της ταιριάζει. Κι έτσι την είπαν Βασίλισσα Ειρήνη η Ακριβοθώρητη!
Όμως, ακόμα και στην πιο αιώνια κι αδιατάρακτη ειρήνη, κάπου βαθιά, κάποιο μεγάλο πείσμα κρύβεται και ψάχνει δρόμο να βρει για να ξεσπάσει. Και το ’χαν οι άνθρωποι σ’ ολόκληρο το βασίλειο από καιρό αισθανθεί τέτοιο πείσμα από τα βάθη να φουντώνει. Κι όλο μεταξύ τους το συζήταγαν. Κι έφτιαχναν κι άλλα παραμύθια μες στο δικό τους παραμύθι για το πείσμα το μεγάλο που θα ερχόταν την ειρήνη τους να την ταράξει.
Μα όσο κι αν το τρέμανε το πείσμα αυτό, όσο κι αν περιμένανε κάποιο θηρίο ανήμερο το πείσμα να γεννήσει, όσο κι αν όλοι φτιάχνανε τερατοπαραμύθια για το παιδί του πείσματος που θα ερχότανε, στο τέλος όταν ήρθε, κανένας τους δεν το κατάλαβε. Κι όσοι το είδανε από κοντά, γελάσανε μαζί του και σημασία μεγάλη δεν του δώσανε. Γιατί, αντί για το θηρίο το τρομερό που περιμένανε, ένας μονάχα γάτος ψωριάρης τελικά τους ήρθε. Ένας κεφάλας πεισματερός ψωρόγατος. Κι έτσι για πλάκα τον είπανε, Πεισματωμένο Γάτο!
Κι ήταν στ’ αλήθεια απ’ όλους τους γάτους των παραμυθιών αυτός ο πιο ψωρόγατος, ο πιο αθλιόγατος, ο πιο γατοπαράξενος που ’χε ποτέ υπάρξει. Και τόσο πολύ ψωροασήμαντος τους φάνηκε που ούτε καν δοκίμασαν ένα τόσο δα μικρό παραμυθάκι γι’ αυτόν να φτιάξουν. Μα ο Πεισματωμένος Γάτος κάτω δεν το έβαλε. Τρύγησε θυμό από τα αμπέλια της περιφρόνησης τους, πάτησε τις ρώγες της θλίψης με τα γυμνά πεισματωμένα πόδια του κι έβαλε το ξινό ζουμί τους μέσα στα μεγάλα βαρέλια της υπομονής για να το κάνει γλυκό κρασί της θέλησης.
Κι όταν το ήπιε όλο το κρασί και μέθυσε, σηκώθηκε στα πίσω πόδια, τα μπροστινά στη μέση έβαλε, και είπε: «Δεν έχω ανάγκη από τα παραμύθια σας για να σταθώ. Δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε, μα αν είσαστε καλά παιδιά, θα σας το πω. Εγώ, μονάχος μου θα φτιάξω το δικό μου παραμύθι. Και τέτοιο σπουδαίο θα είναι το παραμύθι μου, που παρόμοιό του δε θα έχει ξαναειπωθεί. Με είπατε ψωρόγατο και σας ευχαριστώ γι’ αυτό. Τίτλος τιμής θα είναι το φθονερό το όνομα αυτό για μένα. Ακούστε τώρα το παραμύθι του Ψωρόγατου!» Έτσι μίλησε ο παραμυθοπεισματόγατος και πήρε τον δρόμο για το παλάτι στα δυο του πόδια παραπατογατώντας.
Στο δρόμο για το παλάτι βρήκε να είναι κόσμος πολύς στην αγορά και στις πλατείες μαζεμένος. Κι όλοι του φάνηκαν πως ήταν πολύ αναστατωμένοι. Και ρώτησε ο ψωρόγατος να μάθει γιατί τέτοια αναστάτωση είχε το βασίλειο της ειρήνης αναστατώσει. Γιατί τέτοια ταραχή είχε τους υπηκόους της ειρήνης της αδιατάρακτης ταράξει; Μα όποιον ρωτούσε, «Ουστ από ’δω, ψωρόγατε!», του απάνταγε. Και κάποιος μπακαλοταβερνιάρης ήρθε από πίσω απ’ τον ψωρόγατο και ύπουλα τον κλώτσησε. Και του άνοιξε πληγή μεγάλη του ψωρόγατου στη ψωροπερηφάνια του. «Θα το θυμάμαι αυτό», στρίγκλισε στον μπακαλοταβερνιάρη ο ψωρόγατος κι έφυγε άλλους να βρει για να ρωτήσει.
Κι έφτασε στο παλάτι ο ψωρόγατος κι ανέβηκε στου παλατιού τα κεραμίδια να βρει άλλα γατιά, παλατοκεραμιδόγατα για να ρωτήσει. Γιατί στα παραμύθια ακόμα και τα παλάτια κεραμίδια έχουνε κι ακόμα και στων παλατιών τα κεραμίδια κι εκεί γατιά συχνάζουν. «Γεια σας, κορίτσια!», τους σφύριξε μόλις σκαρφάλωσε στα παλατοκεραμίδια. «Πείτε μου, μήπως ξέρετε γιατί τέτοια ταραχή τον κόσμο έχει ταράξει; Ποια αναστάτωση μεγάλη το βασίλειο της ειρήνης αναστάτωσε; Δε μπορεί, εδώ εσείς, στου βασιλείου τα πιο ψηλά τα κεραμίδια, όλα τα βλέπετε. Τίποτα δε σας γατοξεφεύγει.» Και τα γατιά του το νιαούρισαν το μυστικό που το ’ξερε όλη η πόλη. Πως είχε στ’ αλήθεια εξαφανιστεί η βασίλισσα Ειρήνη η Ακριβοθώρητη.
«Παράξενο, στ’ αλήθεια», σκέφτηκε ο ψωρόγατος. «Πώς γίνεται να εξαφανίζεται μια βασίλισσα, που ποτέ κανένας δεν έχει δει; Κάτι πρέπει να κάνω. Αυτό είναι μια πραγματική δουλειά για ψωρόγατο!» Τεντώθηκε, χαϊδεύτηκε, χτένισε τα μουστάκια του και πάλι στα δυο του πόδια στάθηκε και από τα παλατιανά τα κεραμίδια ούρλιαξε να τον ακούσει η πόλη όλη. «Τη βασίλισσα σας την Ειρήνη την Ακριβοθώρητη, εγώ θα σας τη φέρω. Κι αν δε μπορέσατε τόσα χρόνια εσείς να την κοιτάξετε, εγώ θα είμαι ο πρώτος που θα την δει στ’ αλήθεια. Γιατί κι αυτό ψωρογατοδουλειά είναι. Να δεις αυτό που οι άλλοι ούτε να κοιτάξουν δεν μπορούνε.» Κι έμοιασε το ουρλιαχτό του σαν όλων των γατιών με κάλεσμα ερωτικό.
Κι ακούστηκε παντού το ψωρογατοερωτοουρλιαχτό. Στην πόλη και στης ειρήνης το βασίλειο σε κάθε του γωνία. Κι αφού όλοι το ακούσανε, το άκουσε κι η Ειρήνη απ’ την κρυψώνα της και θύμωσε πολύ. «Τι θέλει αυτός ο ψωρόγατος; Ποιος τον μάζεψε μες στο παλάτι τον ψωριάρη; Τι τον νοιάζει πού είμαι εγώ κι αν θέλω να εξαφανιστώ; Κι αν θέλω να υπάρχω; Μα τι θράσος απίστευτο!» Κι απ’ τον θυμό της τον πολύ άρχισε να σαλεύει η ειρήνη του βασιλείου η αδιασάλευτη. Τον ένιωσαν οι άνθρωποι τον θυμό. Τα πουλιά τον ακούσανε. Τον είδανε τα ερπετά. Κι ο γάτος ο ψωρόγατος τον μύρισε, τον γεύτηκε στον αέρα.
«Μιαμ, μιαμ! Βασιλικός θυμός μυρίζει!» Και τον θυμό τον βασιλομυρωδάτο ακολούθησε γατοπατώντας, γατοσέρνοντας πέρασε από κρυφές στοές και σκοτεινά περάσματα. Βούτηξε στα λασπόνερα, σκαρφάλωσε σε τοίχους. Κοπάδια άγρια σκυλιά τον πήραν στο κυνήγι. Μα και τα μαύρα τα σκυλιά τα παραπλάνησε. Άλλαξε ρόλο με τη μαύρη του ψωρογατοσκιά και τα σκυλιά μπερδεύτηκαν και νόμισαν πως αυτός τα κυνηγάει. Κι έτσι με τη σκιά ψωρόγατο και τον ψωρόγατο σκιά τρύπωσε στη κρυψώνα. Και είδε της Ειρήνης τη σκιά την Βασιλοειρήνη κι αυτή να παριστάνει. «Χα! Ταιριάζουμε, λοιπόν», νιαούρισε.
«Πώς τόλμησες, αθλιοψωρόγατε; Φύγε, πριν στ’ αλήθεια πια θυμώσω! Χάσου και μη σε ξαναδώ!», στρίγκλισε η Ειρήνη. Κι ο γάτος είπε, «τι, δηλαδή στ’ αλήθεια δε θύμωσες ακόμα, βασίλισσα μου ακριβοθώρητη; Τι περιμένεις δηλαδή; Κι εγώ τα νύχια μου να βγάλω; Έλα μαζί μου κι έχει η ειρήνη στο βασίλειο σου ταραχτεί. Και από τέτοια γιορτή δεν είναι σωστό να λείπεις. Έλα, πάμε μαζί να την ταράξουμε! Πάμε να στήσουμε χορό! Έλα μαζί μου να σε δει ο κόσμος! Πάμε, κυρά μου, να τους δείξουμε!» Και ελαφρογατοπατώντας την πλησίασε.
Φούντωσε η Ειρήνη. «Τι γυρεύω εγώ, μια βασιλογεννημένη, ειρηνοβασιλική, με έναν βρωμερό ψωρόγατο που θέλει στον κόσμο να με βγάλει; Τρύπωσες στην κρυψώνα μου και στο δικό μου παραμύθι χωρίς κανείς να σε φωνάξει. Μπράβο σου για το πείσμα σου! Μα τώρα εξαφανίσου, ασήμαντε ψωριάρη!» Κι αρπάχτηκε κι ο γάτος, «α, όλα κι όλα βασίλισσα ειρήνισσα! Μπορεί να είμαι ψωρόγατος, μα είμαι ο πιο σημαντικός ψωρόγατος του παραμυθιού, να ξέρεις!»
Μέρες και νύχτες έμειναν να μαλώνουνε μες στην κρυψώνα ο γάτος κι η βασίλισσα. Στο τέλος πείστηκε η Ειρήνη κι υποχώρησε, «Εντάξει, ψωρόγατε! Θα σε ακολουθήσω. Μα πες μου πρώτα, το κατάλαβες γιατί συνέχεια κρύβομαι; Γιατί δε θέλω να με δουν; Πες μου, αν ξέρεις, την απάντηση και πάρε με μαζί σου!» Κι έμεινε να κοιτάζει γελαστή τον γάτο να ξύνει την κεφάλα του σωστή απάντηση για να βρει.
«Το βρήκα!», ο γάτος φώναξε. «Γιατί τόση μεγάλη ειρήνη ασάλευτη στον κόσμο δεν αντέχεται. Κρύβεσαι, εξαφανίζεσαι για το καλό του κόσμου. Γιατί έχει ανάγκη ο κόσμος από λιγάκι πόλεμο αληθινό, κόσμος αληθινός κι αυτός να γίνει. Μα εγώ που έχω για κάθε λύση και ένα πρόβλημα, σου λέω πάμε μαζί τον πόλεμο που έχουν ανάγκη να τους δώσουμε!»
Κι ανέβηκαν ξανά μαζί και ζήσανε στο ειρηνοπαλάτι. Κι αντί για πόλεμους ειρηνικούς στον κόσμο πήραν να δίνουνε πολεμικές ειρήνες. Μεγάλωσε ο κόσμος, ομόρφυνε. Κι έγινε ο κόσμος κόσμημα. Και κάθε βράδυ τα αστέρια σκαρφαλώνανε για να βρεθούν στο φεγγαροραντεβού τους.
Κι έζησαν όλοι καλά και πέθαναν καλύτερα. Όλοι εκτός από τον μπακαλοταβερνιάρη που ’χε στην αγορά ύπουλα κλωτσήσει τον ψωρόγατο. Γιατί έτσι είναι φτιαγμένοι οι πεισματοψωρόγατοι, ποτέ να μη ξεχνάνε.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Ο πόνος

Η μεγαλύτερη από τις δυνάμεις που κινούν αυτόν τον κόσμο είναι ο πόνος. Από τις παρυφές της θλίψης της αδιευκρίνιστης μέχρι την άβυσσο της πιο βαθιάς απόγνωσης εντοπίζεται το ευρύτερο πεδίο ενέργειας και δημιουργίας. Ο πόνος είναι αυτό που, προς το παρόν τουλάχιστον, μας γλιτώνει από τον αφανισμό. Κι απ’ όλες τις μορφές του πόνου η ισχυρότερη είναι αυτή της απώλειας.
Πάει καιρός από τότε που πάψαμε να είμαστε αυτό που είμαστε και ξεπέσαμε σε αυτό μονάχα που έχουμε. Τώρα πια γι’ αυτό που δεν είμαστε δεν θρηνούμε πια. Ούτε για εκείνο που δεν θα γίνουμε ποτέ. Τώρα πλέον πονάμε μόνο γι’ αυτό που δεν έχουμε. Κυρίως για εκείνο που κάποτε είχαμε αλλά το χάσαμε. Κι όταν καταλάβουμε πως δεν θα το ανακτήσουμε ποτέ ξανά, τότε ξυπνά της απελπισίας το ανήμερο θεριό. Και είναι αυτή η απελπισία του πόνου η πιο βαριά μορφή. Τόσο αβάσταχτη που, ακόμη κι αν κάποτε διαψευστεί και πούμε πως τέτοιος πόνος δεν μας άξιζε, και πάλι δύσκολο είναι να ξεχαστεί. Κι η μνήμη, του πόνου σύντροφος πιστός, εκεί θα είναι πάντα πρόθυμη να του παρασταθεί.
Από τον τρόμο μπρος στην επερχόμενη απώλεια έως την απόγνωση που φέρνει η συνειδητοποίησή της –καμιά φορά η συνειδητοποίηση αυτή αργεί με συνέπειες ακόμα πιο καταστροφικές– ο άνθρωπος βρίσκεται σε υπερδιέγερση. Πνευματική, ψυχική, ακόμη και σωματική. Είναι ικανός για τα μεγαλύτερα και τα σημαντικότερα.
Είμαι σχεδόν σίγουρος πως, όταν πάψω να πονώ, ο πόνος θα μου λείπει. Και τότε θα πονώ για την απώλεια του πόνου.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Μακάριοι οι ελεήμονες

Η ελεημοσύνη διαιωνίζει το φαινόμενο της φτώχειας. Δεν το θεραπεύει. Μπορεί να δώσει μια λύση προσωρινή στην πείνα ενός ανθρώπου ή ενός λαού. Ο άνθρωπος ή ο λαός αυτός όμως την επόμενη μέρα πάλι θα πεινάει. Και θα εξακολουθεί να είναι φτωχός. Αν όχι φτωχότερος.
Ουσιαστικά η ελεημοσύνη ωφελεί περισσότερο τον ελεήμονα. Αυτός είναι που θα αισθανθεί καλύτερα που επιτέλους έκανε κάτι σωστό και όμορφο. Που κατάφερε να σκαρώσει ένα διάλειμμα καλοσύνης μέσα σε μία ζωή και μια μέρα εγκληματικά μονότονη και μονότονα εγκληματική. Αν μάλιστα έχει πέσει και μέσα στις μεταφυσικές του προβλέψεις, μπορεί η πράξη του αυτή να τον οδηγήσει ακόμα πιο κοντά στη βασιλεία των ουρανών. Στο βαρύτιμο τρόπαιο στη μεγάλη κούρσα της ζωής. Στο απόλυτο άλλοθι.
Κι εγώ, όποτε προσφέρω ελεημοσύνη, για τον εαυτό μου το κάνω και για κανέναν άλλον. Έχω πλήρη συνείδηση της πράξης μου αυτής. Δεν το κρύβω. Το διατυμπανίζω. Δίνω τα λεφτά μου στους επαίτες μόνο για να κερδίσω την ευγνωμοσύνη τους. Και μόνο όταν η ευγνωμοσύνη τους μπορεί να μου προσφέρει κάτι. Κάτι ελάχιστο έστω. Ένα χαμόγελο, ας πούμε, που θα μου φτιάξει τη μέρα. Ή έστω τη στιγμή.
Η ανάγκη μου αυτή μεγαλώνει σε περιόδους όπου δεν βρίσκω άλλους τρόπους να κάνω τους άλλους, και κυρίως κάποιο πρόσωπο συγκεκριμένο, να χαμογελάσει. Κι είναι κρίμα, αλήθεια, που οι επαίτες δεν γνωρίζουν πότε ακριβώς η ζωή μου βρίσκεται σε τέτοια φάση. Αν το ήξεραν, θα μπορούσαν και να το εκμεταλλευτούν. Να με εκμεταλλευτούν όπως κι εγώ τους εκμεταλλεύομαι.
Ένα βράδυ –δεν πάει πολύς καιρός– ήρθε στους Χάρτες και με βρήκε ένας γέρος ζητιάνος με το αποφυλακιστήριο στο χέρι. Ήρθε τη στιγμή που για ακόμη μια φορά προσπαθούσα να την κάνω να χαμογελάσει και που για ακόμη μια φορά το ακριβώς αντίθετο είχα κατορθώσει. Είκοσι ευρώ μού στοίχισε η ευγνωμοσύνη του. Είκοσι ευρώ για ένα πικρό χαμόγελο γεμάτο σάπια δόντια. Υποκλίθηκε κι έφυγε χωρίς να πλησιάσει τα υπόλοιπα τραπέζια.
Ας ήταν να μπορούσα να ξοδέψω όλον τον γαμημένο πλούτο των εθνών για να της πάρω ένα τελευταίο της χαμόγελο! Αλλά χαμόγελο αληθινό. Αλίμονο, θυμάμαι ακόμα πώς μου χαμογελούσε τότε και ούτε να ξεγελαστώ δεν μπορώ τώρα πια. Αλλά εντάξει. Ας παραμυθιαστώ! Για ακόμη μια φορά. Ότι αυτοί ελεηθήσονται…

Historia de un amor

Γνωριστήκαμε αρχές Νοέμβρη. Σε ένα καφέ, μικρό καφέ. Ήταν Δευτέρα. Θυμάμαι που διάβαζα στην εφημερίδα τα αποτελέσματα των κυριακάτικων αγώνων. Της έδωσα το τηλέφωνό μου. Την Τρίτη με πήρε και κανονίσαμε να βγούμε την Τετάρτη. Και την Τετάρτη βγήκαμε. Σινεμά. Την Πέμπτη φάγαμε παρέα μετά τη δουλειά. Ποια δουλειά, δεν θυμάμαι τώρα πια. Την Παρασκευή το βράδυ ήπιαμε πολύ. Στ’ αλήθεια πάρα πολύ. Το Σάββατο για πρώτη φορά μού ζήτησε να ανέβω στο διαμέρισμά της. Θυμάμαι που άφησα το αυτοκίνητο μπροστά στην πιλοτή. Είπε να σβήσουμε τα φώτα, κι εγώ αντίρρηση δεν είχα. Αγκαλιαστήκαμε μες στο σκοτάδι. Της είπα πως την ήθελα. «Είσαι πολύ όμορφος», μου απάντησε. Παράξενο. Έπρεπε να σβήσουμε τα φώτα για να το δει. Κυριακή πρωί μάς ξύπνησαν με κορναρίσματα. Το αυτοκίνητό μου εμπόδιζε.

La Malinconia

ερω

Στη αρχή κοιμάσαι. Κοιμάσαι ακόμα και ονειρεύεσαι. Βρίσκεσαι ανάμεσα στα πόδια της κι έχεις κολλήσει το πρόσωπό σου στο μουνί της.
Την ονειρεύεσαι.
Το όνειρό σου είναι ένα υγρό και σκοτεινό υπόγειο.
Στριμώχνεις την κλειτορίδα της ανάμεσα στα χείλη σου και τότε αυτή σφίγγει αντανακλαστικά τα μπούτια της γύρω από το λαιμό σου. Όλο και λιγοστεύει το οξυγόνο σου, μα η γλώσσα σου παλεύει ακόμα με μανία. Βαράς με τη γλώσσα σου πεισματικά το φράγμα της, μέχρι που αυτό σιγά-σιγά αρχίζει να ραγίζει. Στάζει από παντού.
Μέσα στον ύπνο σου τη γλώσσα σου δαγκώνεις, μα ο πόνος από μόνος του δε φτάνει για να σε ξυπνήσει. Έρχεσαι κι άλλο πιο κοντά –πάντα υπάρχει πιο κοντά για κάποιον που συνήθισε να ζει μετρώντας αποστάσεις- και τότε δίνεις τη χαριστική βολή.
Αύτη πιέζει το κεφάλι σου, λες και γουστάρει ολόκληρο να σε βυθίσει μέσα της για πάντα. Η στάθμη των υγρών της ανεβαίνει διαρκώς. Ελευθερώνεσαι από το ερωτικό κεφαλοκλείδωμα και πέφτεις μες στον ορμητικό της χείμαρρο. Πασχίζεις να κρατηθείς στην επιφάνεια, μα κατά βάθος θέλεις να φτάσεις στο βυθό της. Ψάχνεις από κάπου να πιαστείς, μα τίποτα πια στερεό δε φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντά σας.
Ο ποταμός της δε λέει να στερεύσει. Ολόκληρη η ύπαρξή της έχει πια ρευστοποιηθεί και πλημμυρίζει ήδη τη δική σου. Σου είναι πια αδύνατο να αντισταθείς. Βουλιάζεις. Πνίγεσαι. Αφήνεσαι στο έλεος της περιδίνησης κι όπου αυτό σε βγάλει.

Λίγο –ή λίγο περισσότερο- μετά ξυπνάςπάνω στου κρεβατιού την όχθη,καταμεσής στο όνειρο, ξέπνοος, μισοαναίσθητος, μα πάντα καυλωμένος.
Κοιμάσαι ακόμα. Βρίσκεσαι μέσα στο όνειρό, μα οι αισθήσεις σου σε έχουν εγκαταλείψει. Μια δίψα, μόνο, απροσδιόριστη ειρωνικά σου υπενθυμίζει πως είσαι ζωντανός.
Τόσο νερό τριγύρω σου κι εσύ διψάς ακόμα.
Και τότε ξαναεμφανίζεται αυτή. Είναι και πάλι συμπαγής και ενσώματη. Σε πλησιάζει και σκύβει από πάνω σου. Δε σε έχει ακόμα βαρεθεί - να φύγεις ακόμα δε θέλει να σε αφήσει. Τη βλέπεις να γονατίζει κάτω εκεί, στους πρόποδες του κρεβατιού. Τον πούτσο σου τυλίγει στην παλάμη της κι αρχίζει να σε γλύφει, πάντα κοιτώντας σε ολόισια στα μάτια.
Τα μάτια σου ακόμα είναι κλειστά. Κοιμάσαι ακόμα και ονειρεύεσαι.
Το όνειρό σου είναι υγρό και κολυμπάς μέσα του.
Το όνειρο σου είναι βρώμικο και τα σεντόνια σου λερώνεις.
Χορεύεις μες στον ύπνο σου – μόνο εκεί, στον ύπνο σου αληθινά χορεύεις. Καμιά φορά μαζί της να χορέψεις προσπαθείς, μα τρέμεις μήπως τα βήματά σου σε ξυπνήσουν. Τα βήματά σου υπακούουν στον αυτοσχεδιασμό της εισπνοής. Η εκπνοή σου αλλάζει συνεχώς ένταση, μέτρο και ρυθμό.
Αυτή, με το μισό από σένα μες στο στόμα της, παρατηρεί τις αντιδράσεις σου και το διασκεδάζει. Δαγκώνει λίγο ελαφρά και τότε ο πόνος σου δίνει μια μικρή σπρωξιά και αμέσως έξω από τον ύπνο σε πετάει.

Ξυπνάς. Την βλέπεις, έξω από το όνειρο ετούτη τη φορά, μα όχι πολύ μακριά του. Γελάει μαζί σου. Πάνω στα δόντια της η έκπληξή σου καθρεφτίζεται.
Πως μπήκες εδώ μέσα;
Ποιος σου άνοιξε;
Τι θέλεις από μένα;
Αυτή, αντί για απάντηση, σου λέει μια καλημέρα βιαστικά και συνεχίζει τη δουλειά της. Κι ενώ ανάμεσα στα δάχτυλά της όλο και πιο πολύ σπαράσσεσαι, αρχίζεις να θυμάσαι.
Η μνήμη σου, αυτεξούσια σχεδόν, ανακαλεί τη χθεσινή βραδιά. Θυμάται αυτήν να σου ζητάει πρώτα πάνω στην πόρτα να αφήσεις το κλειδί και ύστερα ολόγυμνος να πέσεις στο κρεβάτι. Έτσι ώστε να μην χρειαστεί να σηκωθείςεσύ την πόρτα για να ανοίξεις - έτσι ώστε στον κόπο να μπει κι αυτή μετά τα ρούχα να σου βγάλει. Και έτσι, σαν τον κλέφτη, αθόρυβα θα τρύπωνε χαράματα στο σπίτι σου και μυστικά θα ερχότανε κοντά σου. Και ανενόχλητη θα ξεκινούσε το παιχνίδι μόνη της κι εσύ θα έμπαινες σε αυτό μετά και μόνο αφού ξυπνούσες. Και έτσι δε θα καταλάβαινες το πέρασμα από τον ύπνο ως την πραγματικότητα και το ταξίδι από το ένα όνειρο απέναντι στο άλλο.
Οι αναμνήσεις συνήθως τις δυνάμεις σου απομυζούν, μα τώρα που θυμήθηκες νιώθεις πολύ καλύτερα. Και στο παιχνίδι αυτό βιάζεσαι να μπεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Φτάνει, μωρό μου! Έλα τώρα δίπλα μου και ξάπλωσε.
«Μα, δεν τελείωσα.»
Κουνάει το κεφάλι παιχνιδιάρικα και τα μαλλιά της τα αρχίδια σου χαϊδεύουν.
Φτάνει, σου λέω! Έλα εδώ! Θέλω να σου μιλήσω.
Σηκώνεται. Για μια στιγμή μοιάζει σα να διστάζει. Μα αμέσως σου χαμογελά γλυκά, βουτώντας μες στην αγκαλιά σου.
Κάνει να σε φιλήσει στο λαιμό, μα τότε εσύ την σταματάς απότομα. Και αφού ολόκληρο το σύμπαν ξεγελάς, γυρίζεις ξαφνικά ανάποδα και τον δικό σας τον πλανήτη.   

«Τι πας να κάνεις; Με πονάς!»
Διαμαρτύρεται και προσπαθώντας να ανασηκώσει τη λεκάνη της σε φέρνει μοιραία όλο και πιο κοντά της. Τα χέρια σου την ακινητοποιούν. Το βάρος σου την παγιδεύει.
«Τι θέλεις; Άφησέ με!»
Φωνάζει, ενώ εσύ περνάς τα χέρια της κάτω από τα γόνατά σου.
«Όχι, δε θέλω έτσι!»
Λες και την ρώτησες. Σειρά μου τώρα εσύ μαζί της να γελάσεις. Παλεύει να ελευθερωθεί. Να την αφήσεις σε παρακαλά, ενώ ταυτόχρονα σε βρίζει. Μα εσύ αρπάζεις το κεφάλι της και της δίνεις ένα λόγο σοβαρό για να σωπάσει επιτέλους.
Τον ακουμπάς ανάμεσα στα χείλια της και αυτή αρχίζει ξανά να σε ρουφάει. Κάνεις να πάςακόμα πιο βαθιά και αυτή τα μάτια της γουρλώνει.
Τα μάτια της τώρα σου μιλούν. Θέλουν να συμπληρώσουν την απουσία της φωνής της. Πάντοτε έχουν μια ιστορία αυτά τα μάτια να σου πουν, μα από όλες η ιστορία αυτή είναι που σου αρέσει περισσότερο. Μόνο που κάτι λείπει. Κρατάς το κεφάλι της και με τα δυο σου χέρια σταθερό και ξεκινάς να της γαμάς το στόμα. Σπρώχνεις όσο πιο μπορείς βαθύτερα, ώσπου αυτή δακρύζει. Παλεύει να αποφύγει τον πνιγμό και πάλι σε δαγκώνει, λίγο πιο δυνατά ετούτη τη φορά και τότε εσύ εξαγριώνεσαι.
Βγαίνεις από το στόμα της. Κάτι πηγαίνει να σου πει, άλλα δεν προλαβαίνει. Μονάχα λίγες άναρθρες κραυγές γεμίζουν το δωμάτιο, καθώς την χαστουκίζεις, με το πουλί σου στην αρχή, ύστερα με τα χέρια. Λίγο πριν κλάψει σταματάς, ανασηκώνεσαι και σκύβεις πιο κοντά της. Την έχεις φυλακίσει ανάμεσα στα πόδια σου, στάζεις στο πρόσωπό της και τότε αυτή αρχίζει πλέον αναπόφευκτα και πάλι να σε γλύφει. Αισθάνεσαι τη γλώσσα της να πάλλεται. Ζεις τη λαχανιασμένη της ανάσα της και λες, δεν πάει άλλο. 

Σηκώνεσαι απότομα. Τραβάςτο μαξιλάρι και το στριμώχνεις γρήγορα ανάμεσα στο κρεβάτι και τον κώλο της. Αυτή, δαγκώνοντας τα χείλη της, σηκώνει τη λεκάνη.
Λες και σου ζήτησα βοήθεια.
Τι θέλεις πουτανάκι;
Στρέφει στο πλάι το κεφάλι της.
Τα μάτια και τα χείλη της σφραγίζει.
Δε θέλει να σου δώσει απάντηση.
Σκύβεις και πάλι από πάνω της κι αρχίζεις πρώτα να της γλύφεις το λαιμό και ύστερα το αυτί της να δαγκώνεις. Πεινάς και θέλεις να την καταβροχθίσεις ζωντανή.
Λέγε μου τώρα, τι είναι αυτό που θες;
Το χέρι σου ανιχνεύει προσεκτικά τις τρύπες της τσαλαβουτώντας μέσα στα πρώιμα υγρά της. Παλεύει αυτή να αντισταθεί, μα ελπίδα δεν υπάρχει.
Πες μου τι θες, αλλιώς δεν πάω πουθενά.
Πες μου τι θες, αλλιώς θα φύγω τώρα!

«Κάνε μου έρωτα!», μόλις που ψιθυρίζει.
Πιο δυνατά! Δεν άκουσα.
Τα δάχτυλά σου στα έγκατά της κατεβαίνουνε και εξερευνούνε τις σπηλιές της. Την ίδια ώρα η γλώσσα σου τα καταφέρνει και διαπερνά του αυτιού της τον λαβύρινθο και πιάνει από τα κέρατα των σκέψεών της το μινώταυρο.
«Να με πηδήξεις, καριόλη, θέλω! Να με πηδήξεις, όσο πιο δυνατά μπορείς!», ξεσπάει και ουρλιάζει.
Τρέμει το σώμα της.
Τρέμει και η φωνή.
Το σπίτι σου κουνιέται.
Χορεύει το κρεβάτι σου.
Συθέμελα ταράζεται ολόκληρος ο κόσμος.
Όπως επιθυμείτε.
Μπαίνεις μες στο μουνί της σιγά-σιγά, προσεκτικά. Η καύλα της είναι πορσελάνινη κι εσύ ακόμα δε θέλεις να τη σπάσεις. Ο αργός ρυθμός μοιάζει να την ευχαριστεί, μα εσένα δε σου φτάνει. Οι ανάσες σας μπερδεύονται. Τα χείλη σου αγγίζουν τα δικά της. Τη νιώθεις. Διψάει για ένα σου φιλί, μα εσύ δεν της το δίνεις. Πιάνεις τα χέρια της ξανά. Μαγκώνεις τους καρπούς της.
Αυτό θέλεις μωρό μου;
Αυτό από εμένα αναζητάς;
Για αυτό ήρθες στη ζωή μου;
Η απάντησή της έρχεται συλλαβιστή, λες και είναι η ίδια της η εκπνοή που την υπαγορεύει.
«Και - για – αυ– τό.»
Και για τι άλλο, πες μου!
Σιγά- σιγά επιταχύνεις το ρυθμό και μετατρέπεις το πήδημά σας σε ανάκριση. Μα το παιχνίδι το ξέρει και αυτή. Το έχει ξαναπαίξει. Τα πόδια της τυλίγει γύρω από τη μέση σου. Τα δόντια της σου δείχνει.
«Το άλλο ψάξε να το βρεις μονάχος σου! Εγώ δε βοηθάω άλλο.»

Αυτό ήταν. Ίσως να μην περίμενες αυτό, αλλά και αυτό σου κάνει. Τις απελευθερώνεις τους καρπούς, βάζεις το ένα σου χέρι πίσω από το σβέρκο της και με το άλλο το στόμα της φιμώνεις. Και αρχίζεις να την πηδάς με όλη σου τη δύναμη.
Με όλη τη δύναμη που είχες για αυτό το πήδημα φυλάξει.
Μέσα στο αφρισμένο της μούνι μπαίνεις και βγαίνεις με ρυθμό δαιμονικό. Και κάθε που εισβάλεις μέσα της είναι και σαν να προσπαθείς, όχι μονάχα να φτάσεις όλο και βαθύτερα, αλλά και σα να θέλεις να χωρέσεις μες στο σώμα της όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού σου.
Και όσο της τον καρφώνεις πιο βαθιά, και όσο παλεύεις πιο πολύ στα δυο να την ανοίξεις, ακούς να ξεχειλίζει το πνιχτό της βογκητό μέσα από τα δάκτυλά σου και κάτω από την παλάμη σου να θέλει να αποδράσει. Νιώθειςέτοιμος πια να εκραγείς και τότε αποφασίζειςένα νέο ελιγμό στου κρεβατιού τη μάχη.

Βγαίνεις από μέσα της απότομα. Τραβάς το χέρι από το στόμα της. Τόση ώρα ήθελε κάτι να σου πει, μα τώρα πια μονάχα με αναστεναγμούς μπορεί να σου μιλήσει.
Έτσι πολύ καλύτερα.
Ανάμεσά σας, άλλωστε, λέξεις πια δε χωράνε. ΄
Σκύβεις πάνω από το στήθος της και αχόρταγα γλύφεις της θηλές της.
Αυτές σκληραίνουν.
Γίνονται αιχμηρές.
Μπήγονται μες στα μάτια σου.
Τρυπάνε το μυαλό σου.
Αγριεύεις. Γίνεσαι κακός. Ήρθε η σειρά σου τα δόντια σου να δείξεις.
Και τώρα πια ούτε καν που νοιάζεσαι ξανά να τη φιμώσεις. Αφήνεις να ξεφύγουν οι φωνές. Τις σπρώχνεις να ταξιδεύσουν μακριά. Δεν τις χωράει το δωμάτιο. Η πόλη δεν τους φτάνει. Το γύρο του πλανήτη κάνουνε και επιστρέφουν πίσω. Κι εσύ επιμένεις να της δαγκώνεις τα βυζιά. Να την κατασπαράζεις.
Και ύστερα πάλι σταματάς. Την πιάνεις από το λαιμό. Αρπάζεις τα μαλλιά της. Της δίνεις ένα αλμυρό φιλί και την καθησυχάζεις. Κάνεις να φύγεις, μα έχει πια το στόμα της κολλήσει στο δικό σου. Την σφίγγεις λίγο περισσότερο και αυτή τα χείλη σου δαγκώνει. Νιώθω τα χείλη σου να σχίζονται. Το αίμα σου ποτίζει τα σεντόνια.
Πες μου τώρα τι θέλεις,  τα μάτια της ρωτούν.
Γύρνα από την άλλη!

Σαν φίδι ανάμεσα στα πόδια σου ελίσσεται. Γυρίζει αμέσως μπρούμυτα. Σε αφήνει να την καβαλήσεις. Και μπαίνεις μέσα της ξανά κι αυτή εξαφανίζεται μέσα στα μαξιλάρια.
Έτσι την προτιμάς καλύτερα.
Έτσι την νιώθεις πιο αρμονική τη σχέση των κορμιών σας.
Έτσι του «κάνε μου έρωτα!» ο ψίθυρος για πάντα καταλύεται και μόνο το ουρλιαχτό του «να με πηδήξεις, όσο πιο δυνατά μπορείς!» στο τέλος απομένει.
Θα σε πηδήξω, αγάπη μου.
Θα σε πηδήξω με όλη μου τη δύναμη.
Στα δύο θα σε σκίσω μήπως και βρούμε κι οι δυο μας τελικά αυτό που κρύβεις μέσα σου.
Αυτό που δε τόλμησες ποτέ σου να μου πεις.
Αυτό που ακόμα και εσύ φοβάσαι να ακούσεις.
Νόμισες πως το μουνί σου μου είναι αρκετό, μα εγώ γουστάρω να γαμήσω το μυαλό σου.
Θα σου γαμήσω ότι σου έχει μείνει αγάμητο κι εσύ θα θέλεις κι άλλο.
Και όσο πιο δυνατά από πίσω την σφυροκοπάς, τόσο κι ο κώλος της χορεύει στο ρυθμό σου.
Παίρνεις ανάσα αλλά αυτήν δεν την αφήνεις να ησυχάσει ούτε στιγμή. Τα κωλομέρια της χτυπάς με τις παλάμες ανελέητα κι ύστερα πάλι συνεχίζεις με ένταση ακόμα πιο μεγάλη.
Όλο το αίμα σου έχει μαζευτεί στον πούτσο σου. Και αυτός μικρός ναυτίλος ποντίζεται στην άβυσσο, είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την ύπαρξή της.

Θα σε γαμάω όχι μέχρι το όνομά σου να ξεχάσεις.
Αυτό μου είναι αδιάφορο.
Θα σε γαμάω μέχρι να λησμονήσεις το δικό μου.
Κι αν σε ρωτήσουν να τους πεις ύστερα ποιος σε γάμησε, εσύ θα απαντήσεις ο κανένας.  

Βάζεις μέσα στον κώλο της δυο δάχτυλα, ενώ ήδη αισθάνεσαι πως θέλεις να τελειώσεις. Θέλεις ταυτόχρονα μέσα να μπεις από παντού. Θέλεις εκεί να μείνεις μέσα της για πάντα.
Θέλεις να θέλει ότι θες.

Νιώθεις πως είσαι πια πολύ κοντά. Αυτή κάτι καταλαβαίνει. Γυρίζει το λαιμό της προς το μέρος σου. Στρέφει το βλέμμα της πάνω στα ένστικτά σου.
«Άσε με να έρθω για λίγο από πάνω και εγώ!»
Από πάνω είσαι μωρό μου.
Από την αρχή.
Ακόμα δεν το έχεις καταλάβει; 

Το Μαγισσάκι

Μια φορά κι έναν καιρό όλα στον κόσμο αυτόν ήταν πολύ εύκολα. Οι άνθρωποι είχαν ό,τι επιθυμούσαν και δε χρειαζόταν να προσπαθήσουν πολύ. Και δεν ξέρανε τα μάγια τι ακριβώς είναι, γιατί δεν τα είχανε ανάγκη.
Έπειτα όμως, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Οι επιθυμίες των ανθρώπων έγιναν μεγαλύτερες και πολλές φορές μπερδεύονταν μεταξύ τους. Οι άνθρωποι όμως και πάλι δεν ήθελαν να προσπαθούν πολύ. Έτσι ανακάλυψαν τα μάγια, στην αρχή για να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη.
Τα μάγια τότε μπορούσαν όλοι οι άνθρωποι να τα κάνουν. Κι αφού δεν τους ήταν δύσκολο, δε δίσταζαν να προσπαθούν όλες τις επιθυμίες τους να ικανοποιήσουν. Όμως, όσο μεγαλώνανε και μπερδευόντουσαν οι επιθυμίες τους, τόσο και τα μάγια που έπρεπε να κάνουν γίνονταν και πιο πολύπλοκα. Κι έτσι εμφανίστηκαν οι μάγοι και οι μάγισσες.
Οι μάγοι και οι μάγισσες έκαναν τότε χρυσές δουλειές. Γιατί τότε ακόμα τα μάγια ήταν μια δουλειά όπως όλες οι άλλες. Όμως στον κόσμο, από τότε, όποιος έκανε χρυσές δουλειές γινόταν σύντομα αντιπαθητικός. Κι αυτό γιατί, αν οι δουλειές σου πάνε τόσο καλά, τότε μπορείς άνετα να ικανοποιήσεις όλες τις δικές σου επιθυμίες. Και τότε οι άλλοι στην αρχή σε ζηλεύουν και ύστερα σε μισούν.
Και οι άνθρωποι άρχισαν να μισούν τους μάγους και τις μάγισσες και να τους κυνηγάνε. Όσοι απ’ αυτούς γλυτώσανε τα ανθρωποκυνηγητά, ξέφυγαν από τον κόσμο τον πραγματικό και πήγαν και κρυφτήκανε στα παραμύθια. Αλλά και μέσα στα παραμύθια ακόμα οι άνθρωποι δεν έπαψαν να τους καταδιώκουν. Και είπανε πως όλοι τους είναι κακοί. Και πως, ό,τι κάνουν, το κάνουν από κακία και μόνο. Κι έτσι γεμίσανε ξαφνικά τα παραμύθια κακούς μάγους και κακές μάγισσες.
Δεν ήταν, όμως, όλοι τους τόσο κακοί. Στην αρχή τουλάχιστον. Κάποιοι μάλιστα ήταν στ’ αλήθεια καλοί. Πολύ καλοί. Όμως, αν σε κάποιον λες συνέχεια πως είναι κακός, στο τέλος το πιστεύει. Κι έτσι στο τέλος κατέληξαν οι μάγοι των παραμυθιών να γίνουν πραγματικά πανούργοι και φθονεροί. Κι οι μάγισσες όλες πονηρές, ζηλιάρες και παραμυθοκακιασμένες. Και βάλθηκαν με ξόρκια, φίλτρα μαγικά και διάφορα άλλα παραμυθοκόλπα κακό να κάνουν στους καλούς των παραμυθιών. Έτσι, χωρίς λόγο.
Ώσπου ήρθε στον κόσμο του παραμυθιού μια μάγισσα λίγο διαφορετική από τις άλλες. Αυτή ήταν μια καλή μάγισσα. Μα ήταν καλή, όχι επειδή δεν ήθελε να είναι κακή, αλλά από άγνοια. Γιατί κανείς δε φρόντισε να την ενημερώσει πως οι μάγοι και οι μάγισσες παίζουνε τους κακούς στα παραμύθια. Κι αφού εκείνη νόμισε πως μπορεί να παίξει όποιον ρόλο ήθελε, κι αφού οι ρόλοι των κακών ήταν από τότε πολύ δύσκολοι και απαιτητικοί, κι αφού και η ίδια το έβρισκε δύσκολο και βαρετό να παριστάνει την κακιά μάγισσα, έτσι αποφάσισε να είναι ένα μικρό, χαριτωμένο και παιχνιδιάρικο μαγισσάκι.
Tο Μαγισσάκι, όπως όλοι οι μάγοι και οι μάγισσες, ήξερε μερικά μαγικά από τότε που γεννήθηκε. Όχι και πολύ σπουδαία πράγματα βέβαια. Μπορούσε να μετακινεί διάφορα πράγματα, χωρίς να τα αγγίζει, να διαβάζει τη σκέψη των ανθρώπων όταν εκείνοι σκέπτονταν κάτι πολύ έντονα και να κάνει τα σύννεφα να βρέξουν ή να έχει μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα, ανάλογα με το αν της άρεσε ο καιρός ή όχι. Αυτά τα βασικά και δυο τρία άλλα μπορούσαν όλοι οι μάγοι και οι μάγισσες να τα κάνουν, χωρίς να έχουν ιδιαίτερες γνώσεις μαγείας. Και γενικά όλοι οι άνθρωποι μπορούσαν να τα κάνουν αυτά, αλλά δεν το ’ξεραν και οι μάγοι κι οι μάγισσες δεν τους το έλεγαν.
Όλα τα υπόλοιπα έπρεπε να πάνε να σπουδάσουν σε κάποια σχολή μαγείας. Κι έτσι έφυγε το Μαγισσάκι και πήγε στην καλύτερη σχολή μαγείας να μάθει να κάνει τα καλύτερα μαγικά του κόσμου. Όμως, αφού οι μάγοι και οι μάγισσες ήταν οι κακοί των παραμυθιών, οι σχολές τους, εκτός από σχολές μαγείας, ήταν και σχολές κακίας. Και το μαγισσάκι, που δεν ήθελε να γίνει μια μάγισσα κακή και πανούργα, τα πήγαινε πολύ καλά στα μαθήματα της μαγείας, αλλά στα μαθήματα της κακίας ήταν πολύ κακή μαθήτρια. Έτσι στο τέλος την έδιωξαν από τη σχολή. Και στενοχωρήθηκε πολύ το Μαγισσάκι. Και θύμωσε που ήταν έτσι ανάποδος ο κόσμος και δεν της ταίριαζε. «Ένας άλλος μαγισσόκοσμος είναι εφικτός», σκέφτηκε και θέλησε μόνο της να τον φτιάξει.
Έφυγε το Μαγισσάκι διωγμένο από τη σχολή της μαγείας που ήταν και σχολή της κακίας. Και πήγε και βρήκε έναν γερομάγο ψηλά σε ένα βουνό. Και του ζήτησε να της μάθει όλα τα μαγικά κόλπα και μόνο αυτά. Χωρίς κακίες και πονηριές. Και τότε ο γερομάγος, που τόσο πολύ γέρος ήταν που είχε ξεχάσει τι πάει να πει καλό και κακό, τη ρώτησε, «Γιατί, κοριτσάκι μου; Τι τα θέλεις εσύ τα γέρικά μου μαγικά; Τι θέλεις με αυτά να κάνεις; Γιατί δεν πας κι εσύ όπως όλες οι μικρές μάγισσες να σπουδάσεις, να γίνεις μια σωστή πονηροκακιά πανουργομάγισσα;» «Γιατί έτσι!», απάντησε με θράσος το Μαγισσάκι, «μάθε μου τα μαγικά σου κόλπα εσύ και τι θα κάνω εγώ μ’ αυτά είναι δουλειά δική μου. Κι αν θες να μάθεις, τον κόσμο αυτόν τον ανάποδο εγώ θα τον αλλάξω!»
Κι έβαλε τα γέλια ο γερομάγος με το θράσος και την αφέλεια του κοριτσιού, μα δεν το έδιωξε. Κι αφού τίποτα καλύτερο να κάνει δεν είχε, άρχισε να του μαθαίνει τα κόλπα τα μαγικά. Τέσσερα χρόνια πέρασε πλάι στον γεροδάσκαλο το Μαγισσάκι. Τέσσερα χρόνια υπέμεινε τις γεροπαραξενιές του, αλλά στο τέλος έγινε μια μάγισσα σωστή, αφού κι από τον γερομάγο καλύτερα τα μαγικοκατάφερνε. Κι ο γερομάγος τέσσερα χρόνια ανέχτηκε το θράσος του κοριτσιού, αλλά στο τέλος είδε κι αυτός τους κόπους του να ανταμείβονται, αφού κι αυτός τα μαγικοκατάφερε κι έφτιαξε στα γεράματα μια τέτοια άξια μάγισσα. «Ήσουν η καλύτερη μαγισσομαθήτρια που ’χα ποτέ», στο τέλος είπε, «καλή μαγισσοσταδιοδρομία!»
Κι άφησε το Μαγισσάκι το γερομαγοδάσκαλο. Κι από το ψηλό βουνό κατέβηκε ξανά στις πολιτείες. Γιατί είχε πάρει φόρα μεγάλη και βιαζόταν τον κόσμο τον ανάποδο με τα κόλπα της τα μαγικά να τον μαγικοαλλάξει. Μα ήταν πολλά τα τέσσερα χρόνια που είχε με το γερομάγο περάσει στο ψηλό βουνό κι είχε ξεχάσει πώς ο κόσμος στ’ αλήθεια είναι. Κι όλα στον κόσμο της τόσο αλλαγμένα ήταν, που μαγικά της φανήκανε. Κι έτσι πέρασε άλλα τέσσερα χρόνια προσπαθώντας τον κόσμο αυτόν τον διαφορετικό να καταλάβει. Άλλα τέσσερα χρόνια μέχρι να βρει τι ήταν αυτό ακριβώς στον κόσμο τον ανάποδο που ήθελε παλιά με κόλπα μαγικά να αλλάξει.
Κι έτσι κυλούσανε τα χρόνια, μα το Μαγισσάκι δε μεγάλωνε. Και δε γινότανε ποτέ μεγάλη μάγισσα το Mαγισσάκι, γιατί τόσο ανήσυχο και περίεργο ήτανε που τα χρόνια από πάνω του δεν περνούσανε. Όσο κι αν άλλαζε ο κόσμος και γερνούσαν όλα γύρω του, το Μαγισσάκι μικρό, χαριτωμένο και παιχνιδιάρικο μαγισσάκι παρέμενε. Κι όλοι οι μάγοι οι κακοί κι οι μάγισσες οι πανούργες το έβλεπαν και αναρωτιόντουσαν, «ποιο μαγικοσκοτεινό και μυστικομαγικό κόλπο ξέρει ετούτη η μικρή και έτσι ο Χρόνος, που από μάγια και ξόρκια δεν καταλαβαίνει, να την νικήσει δε μπορεί;»
Και άκουσε ο γεροχρόνος ο ανίκητος τους μάγους και τις μάγισσες να αναρωτιούνται και να παραμυθοαπορούν. Και ένιωσε να απειλείται από το Μαγισσάκι, πως είχε τάχα εκείνο μονάχο του τα χρονοκόλπα τα δικά του καταλάβει. Φοβήθηκε ο Χρόνος μήπως η μικρή τα χρονομυστικά του πάει και μαρτυρήσει στους ανθρώπους και πάψουνε οι άνθρωποι να χρονοτρέμουν και να χρονοφοβούνται. Κι έστειλε την εγγονή του τη μικρή, την Ώρα, φιλίες να πιάσει με το Μαγισσάκι, το παραμυθομυστικό του μήπως και μάθει έτσι.
Είδε την Ώρα το Μαγισσάκι και χάρηκε που υπήρχε στον κόσμο ακόμα ένα κορίτσι έτσι μικρό, χαριτωμένο και παιχνιδιάρικο σαν κι εκείνη. Και να της μάθει τα κόλπα του τα μαγικά να παίζουνε με αυτά οι δυο τους δεν έβλεπε την ώρα. Και της Ώρας της παραμυθομικρής τα κόλπα αυτά τα μαγικά της άρεσαν πολύ. Και άρχισε με αυτά παρέα να παίζει με το Μαγισσάκι. Και ξέχασε που ο παππούς της ο γεροχρόνος την είχε στείλει εκεί παραμυθοκατάσκοπό του.
Μα από τα κόλπα τα μαγικά και τα παραμυθοπαιχνίδια άρχισε να ταράζεται ο κόσμος των παραμυθιών. Μπερδεύτηκαν οι πρίγκιπες και για άλλες παραμυθοπαλικαριές κινούσανε και άλλες στο τέλος έκαναν. Και οι δράκοι τα μπέρδεψαν κι αυτοί και τις δρακοδουλειές τους στη μέση τις αφήνανε. Όλα ανάποδα πηγαίνανε και γλένταγε το Μαγισσάκι με την ψυχή του που τον ανάποδο τον κόσμο κατάφερε έτσι, ανάποδα να φέρει.
Στο τέλος ακόμα και ο Μεγάλος Παραμυθάς θύμωσε με το Μαγισσάκι. Και αν και σπάνια στον κόσμο των παραμυθιών του αρέσει ο ίδιος να επεμβαίνει, κατέβηκε και μπήκε στο παραμύθι μέσα, το Μαγισσάκι να σταματήσει πριν του τα αναστατώσει τα παραμύθια του όλα. Γιατί με τόσο μπέρδεμα στο τέλος ο Μεγάλος Παραμυθάς θα μπερδευόταν κι ο ίδιος.
Κι αφού ήταν τόσο παραμυθοξεροκέφαλο το Μαγισσάκι και δεν έβαζε μυαλό τον κόσμο να αφήσει ήσυχο, του πήρε τη φιλενάδα του την Ώρα και στον παππού της τον γεροχρόνο πίσω την έστειλε. Και από τον κόσμο των παραμυθιών στον κόσμο τον πραγματικό το Μαγισσάκι έδιωξε.
Από τότε ψάχνει το Μαγισσάκι στον κόσμο τον πραγματικό κάπου την ψυχή του την παιχνιδιάρα, την ανήσυχη, να κρύψει. Γιατί, αφού τον κόσμο τον ανάποδο δε μπόρεσε ν’ αλλάξει, ν’ αλλάξει πια έπρεπε τη μαγισσοψυχή του.