Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

ALEXßPOLI (modernistica)

Στα αριστερά υπήρχε ένας χάρτης της Τουρκίας. Τι διάολο γύρευε εκεί, άραγε, αυτός ο χάρτης; Ίσως το ίδιο να αναρωτιότανε για μένα και αυτός. Ποιος διάολος μας είχε και τους δυο εδώ τοποθετήσει; Το σχήμα αυτό, το κραυγαλέα φαλλικό, που η γεωγραφία είχε στη γείτονα προσδώσει, παιχνίδια αστεία έπαιζε με την αδύναμή μου όραση. Πάνω στο πλαστικό του υλικό αντανακλούσαν οι σπίθες των φωστήρων. Κυρία, κυρία! Να πω εγώ που ξέρω; Τι πάει να πει, πού ξέρω πως ήταν πλαστικός; Στα μάτια τον έχω τον αστιγματισμό και όχι στην αφή μου. Και τα γυαλιά μου τα έσπασε κάποιος καριόλης Τούρκος.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

η μονοσάνδαλη

Είναι αργά. Απόγευμα. Η ώρα παραμένει θερινή. Η ώρα όμως μόνο. Τριγύρω μας όλα μυρίζουν παρακμή. Μούχλα του φθινοπώρου. Όσο καλοκαιράκι κατάφερε η επιδερμίδα σου η παμφάγα να συλλέξει, χάνεται τώρα κάτω από έντεχνες σκιές κι από ευρήματα.
Βαδίζουμε στην παραλία. Τα μαγαζιά κλειστά. Τα μαζεμένα τους τραπέζια σαλπίζουν υποχώρηση. Είμαστε μόνοι. Που πήγαν όλοι; Που έχουνε κρυφτεί; Αλίμονο στους ηττημένους! Να έβρεχε τουλάχιστον. Να έδινε ο ουρανός κάποια αφορμή να τρέξουμε. Να πρόσφεραν τα σύννεφα κάποια δικαιολογία.
Είχες πει, «θα φύγω το Σεπτέμβριο».
«Ε, και; Ακόμα είναι Μάιος», σου είχα απαντήσει.
Υπήρχε χρόνος κάποτε. Κάποτε ήταν φίλος.
Στο βάθος του ορίζοντα ένα κοπάδι δελφινιών χορεύει με τα κύματα. Γελάν. Μας κοροϊδεύουν. Στην πόλη αυτήν, μέσα στου χρόνου τη ρωγμή, στου έρωτα την επαρχία, Σεπτέμβρης είναι ετούτη η στιγμή. Κι ο Μάιος μια καρτ ποστάλ. Μονάχα για τουρίστες.
Μπορεί για σένα η ιστορία αυτή να ήταν, ας πούμε, παραθερισμός. Μα ξέρεις τι συμβαίνει; Εγώ εδώ είναι που κατοικώ. Εδώ, σε ετούτο το χωριό. Σε αυτά εδώ τα αισθήματα. Υπόσχομαι. Πιστεύω. Ελπίζω. Αποδέχομαι. Κι ούτε θυμάμαι καν που είναι τα κασκόλ και τα πουλόβερ μου. Δεν έχω ανάγκη την εναλλαγή των εποχών - κρυώνω κι από μόνος μου. Και την ομπρέλα μου την έθαψα την άνοιξη, που ήρθες. Αχρείαστη η άνοιξη. Άχρηστη η ομπρέλα.
Περπατάς. Παραπατάς. Κοντοστέκεσαι. Στο βάθος τα δελφίνια ξεσαλώνουν. Τι έπαθες; Τι είναι; Με ακουμπάς στον ώμο. Σκύβεις. Σηκώνεις το παπούτσι σου. Στηρίζεσαι. Σε μένα. Κι εγώ στο χρόνο. Στο αναπόφευκτο. Στο άλλο καλοκαίρι. Ένα χαλίκι. Ένα κομμάτι γης τόσο ασήμαντο ήρθε τρικλοποδιά να βάλει στην τελευταία βόλτα. Βγάζεις το παπούτσι σου και κρεμασμένη ακόμα πάνω μου, τρίβεις το ποδαράκι σου. Και με κοιτάς. Πληγώθηκες; Άσε να δω! Άσε, σου λέω, ξέρω καλά από πληγές. Ξέρεις πόσα χαλίκια τέτοια είναι γεμάτο τώρα το κεφάλι μου;
Καθόμαστε σε ένα παγκάκι. Κάθεσαι εσύ. Εγώ πέφτω στα γόνατα. Παίρνω το πόδι σου γυμνό. Το κρύβω στις παλάμες μου. Σκύβω. Στα χείλη μου το φέρνω. Το φιλώ. Τα δάχτυλά σου γεύομαι Αλμύρα, φύκια, όστρακα. Η μνήμη μου στη γλώσσα. Κι εμείς, μια ιστορία ασπόνδυλη.
Πίσω από την πλάτη μου, τα κύτη συμμορία. Τραμπούκοι της μοναδικής στιγμής, ουρλιάζουν, «κάνε κάτι!».
Κοιτώ τα μάτια σου. Το βλέμμα σου το αφ' υψηλού. Κοιτώ και βλέπω εμένα. Τα σύννεφα μαζεύονται. Ο αέρας δυναμώνει. Τα δέντρα ξεριζώνονται. Η προκυμαία φεύγει. Συντελεσμένη εποχή. Οι τελευταίες ώρες. Παίρνω από κάτω το παπούτσι σου και το πετάω μακριά. Το καταπίνουνε τα κύματα. Το αρπάζουν τα δελφίνια. Ας ψάξει εκεί να βρει, μπας και ταιριάξει στο κατάλληλο. Όλο και κάποια σταχτοπούτα θα ζει μες στα θηλαστικά της θάλασσας.
«Τι έκανες; Τι είναι αυτά; Τι προσπαθείς να δείξεις;»
Ξαφνιάζεσαι. Θυμώνεις. Απορείς. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Θα φύγεις, είπες. Φύγε! Στο καλό! Μπορείς και μονοσάνδαλη! 

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

ALEXßPOLI (romantica)

Στα αριστερά, πλάι στα θαμπωμένα από τις εκπνοές παράθυρα, υπήρχε ένας χάρτης της Τουρκίας. Η αυτοεξορία του τελευταίου θρανίου και η πληγωμένη μου όραση δε βοηθούσανε να βρω το λόγο ύπαρξής του. Τι να ήταν, άραγε, όλα εκείνα τα κόκκινα τα στίγματα στα βάθη της Ανατολής; Το αίμα των ηρώων στο Σαγγάριο; Η κόκκινη μηλιά; Κι εκείνα εκεί τα πράσινα σημάδια στα παράλια; Πέργαμος, Τροία, Αϊβαλί. Λες να προνόησε κανείς να σημειώσει το ταξίδι αυτό που λέγαμε να κάνουμε; Στο τέλος έμειναν τα σχέδια μονάχα. Κίτρινα απωθημένα σχέδια, σαν τους λεκέδες που υποδήλωναν του χάρτη και της μνήμης το απόκρυφο ανάγλυφο.

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

δυο σκέψεις «συγγραφικού ημερολογίου»

Τα ονόματα κάποιων ανθρώπων μοιάζουν σα να τους υποχρεώνουν να προσαρμοστούν στους συνειρμούς που υποτίθεται πως αυτά παράγουν. Ειδικά τα αρχαιοελληνικά. Είναι λες και τους βάφτισαν οι μοίρες πάνω από την κούνια τους και όχι ο νονός στην εκκλησία. Να ψάξω να δω αν όλοι οι Άρηδες που ξέρω το παίζουν μάγκες και πολεμοχαρείς, αν όλες οι Αντιγόνες ασυμβίβαστες κι επαναστάτριες κλπ… Γιατί δεν ξέρω καμία Μήδεια; Υπάρχουν Μήδειες στο Facebook;

Κάποτε πίστευα πως έτσι και κατόρθωνα να συγκρατήσω τα όνειρά μου και τα κατέγραφα, πριν αυτά γλιστρήσουν σαν το νερό μέσα από τα δάχτυλά μου, θα έφτιαχνα απίστευτες ιστορίες και μοναδικές. Τώρα νομίζω πως μεγαλύτερη αξία έχουν τελικά οι σκέψεις που κάνω πριν κοιμηθώ ή όταν δε μπορώ να κοιμηθώ ή επειδή δε μπορώ να κοιμηθώ. Μπορεί να είναι τρομακτικές οι περισσότερες, αλλά αυτός δεν είναι ο στόχος μου; Να κάνω τους άλλους να χάσουν τον ύπνο τους για να μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχός εγω;

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

ALEXßPOLI (realistica)

Στα αριστερά της έδρας, πλάι στα παράθυρα, υπήρχε ένας πλαστικοποιημένος χάρτης της Τουρκίας, διαστάσεων ένα επί δυόμιση. Η θέση και η όρασή μου δε μου επέτρεπαν να καταλάβω πολλά για το περιεχόμενό του. Έβλεπα μόνο την επικράτεια της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας κατάστικτη από κόκκινους, κίτρινους και πράσινους λεκέδες, που δεν ήξερα αν αντιστοιχούν σε γεωφυσικά γνωρίσματα ή διακρίσεις εθνολογικές. Ο αναλυτικός πίνακας, στο δυτικό του περιθώριο, που ξεκινούσε από την Αδριανούπολη και έφτανε μέχρι τη Μερσίνα, θα βοηθούσε σίγουρα να βγάλω κάποιο πιο ασφαλές συμπέρασμα, εάν καθόμουν πιο μπροστά ή αν δε μου είχαν σπάσει μόλις τα γυαλιά μου.

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

τα πουλιά

Σήμερα με ξυπνήσαν
τα πουλιά.
Από νωρίς άρχισαν να σκαλίζουν το παντζούρι μου.
Το πιο επιδέξιο από αυτά
πέρασε μέσα από τις ρωγμές
και βάραγε το τζάμι.
Έπρεπε να το είχα αφήσει ανοιχτό.
Ήτανε η βραδιά ζεστή.
Δεν είχα πιει.
Νύστα δεν ένιωσα ποτέ.
Και χθες το βράδυ, έκλεισα μοναχά τα μάτια μου
και ανακαλούσα ως το πρωί παλιές σκηνές,
εικόνες.

Σήμερα με ξυπνήσαν
τα πουλιά.
Την ώρα που ραμφίζανε τα μάτια μου, θυμήθηκα.
Τους είχα χθες υποσχεθεί
πως σήμερα μαζί τους θα πετούσα.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

περπάτησε

Κάποτε ζούσε, λέει, στον Βόλο ένας τύπος που η ιστορία δεν έχει καταφέρει ακόμα να τον κατατάξει στους επαίτες ή στα επιχειρηματικά δαιμόνια. Κυκλοφορούσε τις μέρες της Σαρακοστής στην παραλία και στην αγορά σέρνοντας πίσω του, δεμένο με σκοινί, ένα αρνί και πουλούσε αυτοσχέδιους λαχνούς στους συμπολίτες του. Διέδιδε πως τη Μεγάλη Βδομάδα θα γινόταν κάποια κλήρωση, πολύ έγκυρη, εννοείται, και αξιόπιστη, κι ο νικητής θα κέρδιζε το αρνάκι.
Κάθε χρόνο, τις μέρες της Σαρακοστής, οι κάτοικοι του Βόλου, έσπευδαν με προθυμία να αγοράσουνε λαχνούς από τον πλανόδιο κατεργάρη, κι ας ήξεραν όλοι τους καλά ότι η κλήρωση, που όλο προανήγγειλε, δεν θα συνέβαινε ποτέ. Κι ας είχαν μάθει όλοι την απάτη του.
Ο τύπος με το αρνί φρόντιζε, φυσικά, κάθε Μεγάλη Βδομάδα να εξαφανίζεται -θα άραζε στην πλατεία του χωριού του, προφανώς, και θα πνιγότανε στα τσίπουρα- κι όταν ξαναφαινότανε μετά, κατά το καλοκαίρι, στις ερωτήσεις "που πήγε, ρε μάγκα, το αρνί;", "τι έγινε τελικά; τι έβγαλε η κλήρωση;", αυτός έδινε πάντα την ίδια μονότονη και εξωφρενική απάντηση: "Κύριοι, το ζωντανό περπάτησε!". Και εννοούσε, στην αργκό της τότε εποχής, ότι το αρνί το έσκασε και άρα αυτός δεν έφερε πλέον καμιά ευθύνη.
Όλοι κρυφογελούσαν με το αφελές του τέχνασμα. Όλοι παρίσταναν τα θύματα της πονηριάς του. Κανείς δεν τόλμησε ποτέ να τον κατηγορήσει. Όχι γιατί φοβόντουσαν. Όχι γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Μα επειδή δεχόντουσαν ετούτη την ετήσια συνήθεια ως έναν τρόπο για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους -με τρόπο τόσο αυτοσαρκαστικό- προς έναν άλλον άνθρωπο, αδιαφορώντας, ίσως, εάν αυτός την είχε πραγματικά ανάγκη.
Κάποτε υπήρχε, λέει, μια εποχή, μακρυά από εκσυχρονισμούς και νεωτερικότητες, όπου ο κάθε παραστρατημένος αγροτοποιμένας μπορούσε να μπαινοβγαίνει στα καφενεία και στα μαγαζιά της πόλης παρέα με το αμνοερίφιό του. Ήταν η ίδια ακριβώς η εποχή όπου οι άνθρωποι δεν αναζητούσαν τη σωτηρία της ψυχής τους στη συμμόρφωση, μα αντιθέτως στη συνενοχή, στη σύμπραξη σε κάποια φάρσα απλοϊκή, σε ένα κουτό και επαναλαμβανόμενο, μα τόσο ωφέλιμο αστείο.