Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

διακοπές στον ήλιο

-Γιατί δεν πήγαμε ποτέ μαζί διακοπές;
-Διακοπές από τι; Τι έχουμε εμείς οι δυο να διακόψουμε;
-Μην παίζεις με τις λέξεις σου, χαζέ! Παίξε καλύτερα με μένα!
-Εσύ δεν είσαι λέξη, δηλαδή;
-Είμαι, αλλά εγώ δεν κλίνομαι με τίποτα.
-Επίρρημα, λοιπόν;
-Δεν ξέρω. Μπορεί και απαρέμφατο. Κι επίσης, όσο κι αν ψάξεις, δεν πρόκειται σε άλλους χρόνους να με βρεις. Ξέρεις, εγώ είμαι του ενεστώτα.
-Τότε, τι μου μιλάς για διακοπές; Πώς γίνεται να σου υποσχεθώ; Πώς να σου πω «θα πάμε»; Πήγαμε ήδη. Είμαστε!
-Που είμαστε;
-Δεν ξέρω. Κάπου στον ήλιο μάλλον.
-Διακοπές στον ήλιο;
-Σε εμάς, στην επικράτεια της ιστορίας μας ο ήλιος ποτέ δε δύει.
-Λες χαζομάρες πάλι.
-Μπορεί. Εξειδικεύομαι σε αυτές.
-Πες μου, λοιπόν, που είμαστε;
-Πες μου εσύ, καλύτερα.
-Δε βλέπω. Δε μπορώ να πω.
-Κλείσε τα μάτια σου ξανά.
-Δεν τα άνοιξα ποτέ μου.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

μπροστά στα τείχη

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Το σπίτι αυτό, στον Φιλοπάππου, το είχα βάλει στο μάτι από καιρό. Από το βράδυ εκείνο της σφαγής. Σίγουρα το θυμάσαι. Περάσαμε μια βόλτα από το Σύνταγμα. Ή μάλλον όχι, εσύ ήδη βρισκόσουνα εκεί – εγώ ήμουν ο περαστικός. Τότε ετοιμαζόμουνα να φύγω στη Μαδρίτη. «Τι πας να κάνεις πάλι εκεί;» με ρώτησες. «Δε βλέπεις; Εδώ όλα συμβαίνουν.» Είχαμε σίγουρα μια αίσθηση 20 πολύ στ’ αλήθεια διαφορετική του τι «συμβάν» σημαίνει. Σήμερα, πλέον μπορώ να πω με βεβαιότητα. Για να συμβεί το οτιδήποτε, ακόμα και αν μιλάμε για γεγονότα κοσμοϊστορικά, ακόμα και για τη γαμημένη συντέλεια του κόσμου, πρέπει να βρίσκομαι εκεί. Αν όχι να είμαι εγώ αυτός που προκαλεί την κατά τα άλλα αναπόφευκτη εξέλιξη, τουλάχιστον το πλάνο να με περιλαμβάνει. Εκείνο το βράδυ ήμουν εκεί. Και ήσουν κι εσύ επίσης. Μου ζήτησες να σε συνοδεύσω ως το σπίτι σου. Ακόμα δεν ήξερα που μένεις. Είχα αφήσει στη Δάφνη το αυτοκίνητο. Κατέβηκα στο κέντρο με τα πόδια. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μακελειού εγώ δεν πήρα θέση. Τολμώ να πω πως ίσως και να με διασκέδαζε, αν δεν έπρεπε την ίδια ώρα να έχω το νου μου και σε σένα. Σε εκείνα τα δερμάτινα σανδάλια σου. Στο πράσινο κοντό σου φόρεμα. Στους μαυρισμένους σου μηρούς. Στα χείλη σου που γύρευαν να μάθουν. «Τι πας να κάνεις πάλι εκεί;» με ρώτησες όταν αρχίσαμε προς το Θησείο να κατηφορίζουμε. «Δε βλέπεις; Εδώ είναι η Μαδρίτη σου. Και το Παρίσι σου εδώ. Το Κάιρο, η Λίμα, το Δελχί. Ολόκληρος ο κόσμος. Και να σου πω και κάτι; Εδώ είναι το σπίτι μου. Το σπίτι όπου από τη μοίρα είναι γραφτό αυτό το καλοκαίρι να περάσεις.» Ποια μοίρα; Τι σχέση έχει η μοίρα με όλα αυτά; Τη μοίρα μου τη σκότωσα στο Βόλο χθες το βράδυ. Την έδεσα πίσω από το αμάξι μου. Την έσυρα σε όλη τη διαδρομή. Την έφερα εδώ, ταπεινωμένη, μπροστά στα τείχη της Τροίας, της Ιεριχούς. Για ποια καριόλα μοίρα τώρα μου μιλάς; Καλά, εφημερίδες δε διαβάζεις;

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ζεστάθηκες

[Φαντάσου τον ήλιο!] Τη νύχτα εκείνη ήταν που επινόησα τη μέθοδο του ηλιοθεραπευτή και την εφάρμοσα πρώτη φορά σε σένα, αγαπημένο μου μικρό πειραματόζωο. Θυμάσαι; Σε προειδοποίησα. Δεν πρόκειται για κάποια συνταγή απόκρυφη. Καμία σχέση με κάποιο νοσηρό μυστήριο. Καμιάς απόχρωσης τέχνη μαγική δεν κρύβεται από πίσω. Τα μάγια, άλλωστε, το ξέρουμε κι οι δυο καλά, σπανίως πιάνουνε εδώ, σε αυτές τις ιστορίες. [Μάντεψε από πού έρχονται σε σένα οι ακτίνες του.] Σου ζήτησα να πέσεις στο κρεβάτι σου. Εσύ, όπως πάντα βιαστική, φρόντισες τα ρούχα σου να βγάλεις. Τράβηξες την κουβέρτα και σκεπάστηκες. Εγώ την πήρα και την πέταξα στο πάτωμα. Κρυώνω, εσύ μου είπες. Θα κρύωνες, αν ήσουν τώρα μες στον Αύγουστο; Πες μου, αν ήσουνα εκεί, μες στο καταμεσήμερο, θα 19 κρύωνες; Όχι, είπες, μα δεν είμαι. Και τότε εγώ σου αποκάλυψα το μυστικό. Σου εμπιστεύτηκα το γυάλινο κλειδί που ανοίγει του χρόνου τη στοιχειωμένη πόρτα. Σου γνώρισα τη μέθοδο. [Νιώσε τις να ταξιδεύουν πάνω στις επιδερμίδα σου.] Εσύ αμέσως την ασπάστηκες. Κι ούτε για μια στιγμή δε φάνηκες να δείχνεις τα ελεεινά συμπτώματα εκείνης της εκ γενετής αμφιβολίας σου. [Θυμήσου την ανάγκη της σκιάς.] Η μέθοδος είναι απλή. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα κρεβάτι. Αν και στο πάτωμα ενδεχομένως να είναι ακόμα πιο απλά τα πράγματα. Ξαπλώνεις. Απλώνεσαι. Τεντώνεις νωχελικά τα άκρα σου στα τέσσερα σημεία του εντοιχισμένου σου ορίζοντα. Και πάνω από όλα, το πιο σημαντικό, κλείνεις πολύ προσεκτικά τα μάτια. [Κλείσε, προστάτεψε τα μάτια σου.] Όχι για να αποκοιμηθείς. Όχι για να αφήσεις το όνειρο να έρθει πιο κοντά σου. Μα για να μη μπορέσει ο ήλιος ο αδίστακτος την όρασή σου να πληγώσει. Σου είπα, μη με ρωτάς, ποιος ήλιος. Το ξέρω πως είναι πια μεσάνυχτα. Και τότε όπως και τώρα. Μέσα Δεκέμβρη. Κυψέλη και σφηκοφωλιά. Καρδιά της Βαβυλώνας. Το ξέρω πως εκεί, όπως κι εδώ, μέσα σε εκείνην –μέσα σε αυτήν- τη χαμηλή την κάμαρα, όπου είχες πάντα την εντύπωση πως θα έρθει να σε πλακώσει ο ουρανός, ο ήλιος, ακόμα και αυτός της χειμωνιάτικης ακίνδυνής του εκδοχής ακούγεται μονάχα σαν αστείο. [Μη γελάς.] Δεν είναι αστείο. [Χαμογέλασε.] Άλλωστε, εδώ δε μίλησε κανείς για τον κυρ-ήλιο τον γνωστό, το σώμα το ουράνιο, μα για τον άλλο ήλιο. Τον ψυχοποιό. Τον υπερβάλλοντα. Τον ήλιο του μυαλού σου. Σαλιώνω τα δάχτυλά μου κι αρχίζω το κορμί σου να μετρώ. Δεν είναι σάλιο ετούτο το υγρό που σε ποτίζει. Είναι που μόλις βγήκα από τη θάλασσα και έρχομαι κοντά σου να ξαπλώσω. [Ζεστάθηκες;]

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

εσύ από που είσαι, παλικάρι μου;

Είναι Δεκέμβριος. Είναι το 2011. Είμαι 36 ετών. Είμαι επιπόλαιος, αναιδής, αφελής και σπάταλος. Είναι Τετάρτη. Είναι το τραίνο από Βόλο για Αθήνα. Είναι έξι η ώρα το πρωί - ήτανε εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον. Προσπαθώ να καταλάβω πώς βρέθηκα εδώ μέσα. Θυμάμαι από πού ξεκίνησα. Έχω μια εικόνα καθαρή του πού ακριβώς πηγαίνω. Αλλά μου διαφεύγει ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι μέσα σε αυτό το τραίνο. Φαντάζομαι διάφορα, μα τελευταία το έχω για συνήθεια να πέφτω πάντα έξω. Από τότε που απαγορεύτηκε το κάπνισμα μέσα στις αμαξοστοιχίες, τα έκοψα οριστικά τα σιδηροδρομικά ταξίδια μου. Όχι, δεν είχε νόημα. Τότε, ποιος διάβολος με έβαλε μέσα σε ετούτο το βαγόνι; Ποιος μου έκοψε το εισιτήριο; Ποιος μου είπε να καθίσω; Μα και την εποχή εκείνη που ακόμα ανέβαινα στα τραίνα, τα δρομολόγια για την Αθήνα τα απέφευγα. Ήταν που μέσα στα όνειρά μου μπαινόβγαινε μια ιστορία ηρωική, μιας κάποιας, λέει, αντιστασιακής οργάνωσης –μη με ρωτήσετε, παρακαλώ, σε τι ακριβώς αντιστεκότανε- που ανατίναζε για δεύτερη φορά τη γέφυρα στο Γοργοπόταμο. Δεν ξέρω αν το έκανε ξανά για να διακόψει τις ενισχύσεις του Ρόμελ στο αφρικάνικό του μέτωπο. Δεν είμαι σίγουρος αν μέσα στο όνειρο αυτό ήμουν εγώ του Ρόμελ οι αναγκαίες ενισχύσεις. Για ένα πράγμα όμως μπορούσα να πάρω όρκο μόλις άνοιγα τα μάτια μου: Πως μες στο τραίνο που διέσχιζε τη γέφυρα την ώρα ακριβώς της ανατίναξης ταξίδευα μόνος εγώ μοιραίος επιβάτης. Αυτά και βγαίνω προς το παρόν από το όνειρο. Είναι Δεκέμβριος. Είναι το 2011. Είμαι 36 ετών. Είναι Τετάρτη. Είναι το τραίνο από Βόλο για Αθήνα. Είναι έξι η 16 ώρα το πρωί – ήτανε, τώρα είναι πια έξι και είκοσι. Δεν ταξιδεύω ακριβώς. Μάλλον μετακινούμαι. Έρχομαι στην Αθήνα να σε βρω. Με κάλεσες κι εγώ ανταποκρίθηκα. Μου τηλεφώνησες, μου είπες θέλεις να με δεις. Είπες πως με χρειάζεσαι. Όχι, τέτοιες λέξεις εσύ ποτέ δε χρησιμοποιείς. Αλλιώς το διατύπωσες, κι αλλιώς εγώ μες στο μυαλό μου το μετέφρασα. Με ρώτησες αν κάνει κρύο εκεί – εδώ στο Βόλο, δηλαδή. Θέλω να πω στο Βόλο όπου βρισκόμουνα, όταν μου τηλεφώνησες. Τώρα, ετούτη τη στιγμή για την οποία γράφω, μετακινούμαι, έρχομαι και το «εδώ», λυπάμαι, μου διαφεύγει διαρκώς. Νυστάζω και οι σκέψεις μου μάλλον δε βοηθάνε. Άλλωστε, δεν κοιμήθηκα καθόλου χθες το βράδυ. Μέχρι πριν λίγο μιλούσαμε ακόμα στο τηλέφωνο. Με κάλεσες να έρθω στην Αθήνα να σε βρω. Κι εγώ ανταποκρίθηκα. Βγάζω το παλτό μου, το μαξιλοροποιώ στριμώχνοντάς το ανάμεσα στο κεφάλι και το παράθυρό μου. Αναρωτιέμαι ποιο από τα δύο είναι πιο παγωμένο. Ποιο από τα δύο δονείται από το ταξίδι περισσότερο. Κοιτάζω έξω, δε βλέπω τίποτα, κλείνω τα μάτια μου, αποκοιμιέμαι. Όταν ξυπνάω, μες στο βαγόνι επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ρωτάω τους συνεπιβάτες να μου πουν, αλλά για κάποιο λόγο όλοι τους μοιάζουν να είναι μαζί μου θυμωμένοι. Ένας υπάλληλος, πιο ψύχραιμος, μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Πάμε στο μπαρ. Βγάζει από την τσέπη το πακέτο του και μου προσφέρει να καπνίσω. Μα δεν απαγορεύεται; Τι έγινε επιτέλους; Μαθαίνω πως πραγματικά η γέφυρα ανατινάχτηκε, αμέσως μόλις την περάσαμε. Πόσο βαριά κοιμόμουν και δεν κατάλαβα, γαμώ το υποσυνείδητό μου, τίποτα; Σχεδόν θρηνώ που έχασα τέτοιο σπουδαίο θέαμα. Κλαίω για τον Ρόμελ τον κακόμοιρο, λες και τον είχα μπάρμπα. Οι σιδηροδρομικοί μου χτυπάνε την πλάτη με συμπόνια. Μου βάζουνε να πιω ουίσκι πρωινιάτικα. Και μόλις μπαίνουμε μες στην κατοικημένη περιοχή και κόβει η αμαξοστοιχία μας ταχύτητα, σε μια στροφή, ανοίγουνε μια πόρτα και με πετάνε έξω πατρικά. Την πτώση απολαμβάνω. Φτηνά τη βγάζω με λίγες μελανιές, μα κάνει κρύο και μου λείπει το παλτό μου, ακόμα κολλημένο πάνω στο βρώμικο παράθυρο. Και επιπλέον μες στο παλτό το πορτοφόλι μου – μεγάλη η χάρη σου, στρατάρχα μου. Πώς πάω τώρα στο Γκύζι με τα πόδια; Δεν ξέρω καν που βρίσκομαι. Πέφτει κάτι σαν χιόνι και το κρύο με αποπροσανατολίζει ακόμα περισσότερο. Διαλέγω στην τύχη ένα δρόμο κι αρχίζω να τον περπατώ πιστεύοντας πως με πηγαίνει προς το σπίτι σου. Βλέπω έναν τύπο να στέκεται στην είσοδο μιας πολυκατοικίας και να πατάει με μανία κάποιο από τα κουδούνια της. Πετάει βρισιές μέσα από τα δόντια του. Κοιτάζει και βλαστημάει τα μπαλκόνια από πάνω. Ο άνθρωπός μου, σκέφτομαι. Στο ύψος μου περίπου, παρόμοια διάπλαση. Κανείς δε βρίσκεται τριγύρω μας. 17 Κοιμούνται ακόμα οι μάρτυρες. Συγνώμη, θέλετε βοήθεια; ρωτάω κι αυτός γυρνάει προς το μέρος μου. Δεν προλαβαίνει καν να μου συστήσει να πάω να γαμηθώ και τον ξαπλώνω με δυο γροθιές στο μάρμαρο. Πριν πέσει, χτυπάει με το κεφάλι τα κουδούνια για ακόμα μια φορά και επιτέλους κάποιος βγαίνει στο θυροτηλέφωνο. «Ποιος είναι;» ρωτάει ο κάποιος, την ώρα που του βγάζω το μπουφάν. Μου ανοίγεται, παρακαλώ; Ξέχασα τα κλειδιά μου. «Ποιος είναι;» ξαναρωτάει πιο καχύποπτα, ενώ ψάχνω στις τσέπες του παντελονιού να βρω κανένα φράγκο. Φωνάζω το όνομά μου. Ορίστε, σου απάντησα. Ψέματα εγώ δε λέω. «Εσείς είστε, κύριε Γιάννη; Καλημέρα σας!» μου λέει και ανοίγει και την πόρτα. Άλλο και πάλι ετούτο, σκέφτομαι καθώς σέρνω και κρύβω προσεκτικά το θύμα μου πίσω από το θυρωρείο. Βγαίνω ξανά, μα πριν αρχίσω να απομακρύνομαι, ρίχνω και πάλι στα κουδούνια μια ματιά και βλέπω το όνομά μου. Βάζω τα χέρια μέσα στις τσέπες του καινούριου μου μπουφάν και πάω παρακάτω. Βγαίνω σε κάποια λεωφόρο κεντρική και σταματάω ένα ταξί – δεν είναι που κουράστηκα να περπατώ, αλλά που βιάζομαι στο σπίτι σου να φτάσω. Λέω στον ταρίφα την διεύθυνση και αράζω ψάχνοντας τις τσέπες του μπουφάν, μήπως κι ανακαλύψω και τίποτα άλλο χρήσιμο. Ο ταξιτζής αρχίζει με τη μία να μου κάνει κήρυγμα. Του φταίνε περίπου όλα. Κάποια στιγμή η γκρίνια επικεντρώνεται στο θέμα «μετανάστες». Μου λέει πως πρέπει να ξεφορτωθούμε όλους αυτούς τους άπλυτους. Πως είναι όλοι τους μες στις αρρώστιες και το έγκλημα. Πως θέλουν να μας φάνε. «Εσύ από που είσαι, παλικάρι μου;» ρωτάει για να με βάλει στην κουβέντα του. Του λέω από τη Γκάνα. Γυρίζει και με ξανακοιτάζει πιο προσεκτικά. «Πλάκα μου κάνεις, έτσι;» Τι λέτε κύριε, του απαντώ, Γκάνα γέννημα-θρέμμα. Μέχρι τη γειτονιά σου ούτε που μου ξαναμιλά. Ούτε κοιτάζει καν τα χρήματα που φτάνοντας του δίνω. Τελειώνει ήσυχα τη βάρδια του, φουλάρει το ταξί πετρέλαιο και φεύγει για πάντα από την πόλη. Το βρίσκω εύκολα το σπίτι σου. Μου το έχεις, άλλωστε, τόσες φορές στα γράμματά σου περιγράψει, που είναι σα να είμαι ένοικος κι εγώ αυτής της πολυκατοικίας. Την ώρα που την είσοδο περνώ –είναι η εξώπορτά σας ανοιχτή, να έχετε το νου σας!- σκέφτομαι πως όχι, δεν πρέπει έτσι να με δεις, με αδειανά τα χέρια. Μετά από τόσο πια καιρό. Πρώτη φορά από τότε. Έχω δυόμιση χρόνια να σε δω. Από το καλοκαίρι εκείνο. Ξέρεις καλά για ποιο από όλα τα καλοκαίρια σου μιλώ: Για εκείνο το καλοκαίρι που το πέρασα στο σπίτι σου. Γνωρίζεις πότε ξεκίνησε ο χρόνος της απουσίας να μετρά. Στο σπίτι μου –όχι, δεν έχω σπίτι- στη γειτονιά μου έστω, εκεί που τότε έμενα, υπάρχουν κάτι ρολόγια ηλίθια εκεί σταματημένα, που δείχνουνε πεισματικά την ώρα που χωρίσαμε. Δεν ξέρω καν αν γίνεται να το ονομάσω αυτό το 18 πράγμα χωρισμό. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν καταφέραμε ακριβώς στα αλήθεια να ενωθούμε. Κολλήσαμε για λίγο, για προσωρινά, κι αυτό ήτανε όλο. Κι ύστερα φύγαμε κι οι δυο. Εσύ από το σπίτι σου κι εγώ από εσένα. Και είπαμε κάποια στιγμή ίσως ξαναβρεθούμε. Κουβέντες τέτοιες της στιγμής – ποιος άραγε τους δίνει σημασία; Καμιά φορά τους δίνω εγώ. Το ξέρεις, τέτοιος είμαι. Ψάχνω να βρω στο δρόμο σου κάτι να αγοράσω. Μπαίνω σε κάποιο μαγαζί. «Τι θέλετε;» ρωτάει η πωλήτρια, που κάτι μου θυμίζει. Αυτό το μπλε το φόρεμα που έχετε στη βιτρίνα. «Τι νούμερο; Είναι ψηλή;» Στο ύψος σου περίπου. Τώρα που σε κοιτώ καλύτερα, της μοιάζεις και σε άλλα. Μπορείς να το φορέσεις, σε παρακαλώ, να δω άμα της πάει. Γδύνεται εκεί μπροστά στα μάτια μου. Έκπληκτοι οι περαστικοί στη τζαμαρία της τα μούτρα τους κολλάνε. Είσαστε ίδιες. Είσαι εσύ. Μονάχα εκείνο το σημάδι, εκεί, στο πλάι, στην κοιλιά μού φαίνεται πως λείπει. Βρίσκω ένα κοπίδι κάπου. Το αρπάζω. Το τακτοποιώ κι αυτό. Δε μου αρέσει να αφήνω εκκρεμότητες, το ξέρεις. Φοράει η πωλήτρια το φόρεμα. Δεν περιμένει να στεγνώσει η πληγή. Το αίμα το ρούχο σου ποτίζει. Ταιριάζει σίγουρα απόλυτα. Λες και το έφτιαξαν αυτοί μονάχα για εσένα. «Να το τυλίξω, κύριε;» Όχι, πάμε να φύγουμε και μείνε όπως είσαι! Δεν προλαβαίνουμε να πάμε μακριά. Πέφτει στο δρόμο αναίσθητη από την αιμορραγία. Κόσμος μαζεύεται τριγύρω της. Τα πάντα παραλύουν. Και τότε βγαίνεις στο μπαλκόνι σου να δεις έξω τι παίζει. Σε βλέπω, με κοιτάζεις. «Τι είναι όλα αυτά; Τι έκανες; Δεν ήτανε ανάγκη…» Καλά, άνοιξέ μου και θα δεις. Έχω και άλλο δώρο.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

η γιαπωνέζα φιλενάδα

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Εσύ είχες φύγει στα νησιά κι έμεινα πίσω εγώ το σπίτι να φυλάω. Όλη η Αθήνα, το καλοκαίρι εκείνο, είχε πάει διακοπές. Σηκώθηκα ένα πρωί, βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι σου –σεβάστηκα την απαγόρευσή σου για το κάπνισμα, ίσως το μόνο από όσα μου είπες που σεβάστηκα- κι αμέσως συνειδητοποίησα πως είχα μείνει μόνος. Πώς λένε εκείνες τις βόμβες τις σατανικές, που αν τις ρίξεις κάπου, όλος ο πληθυσμός εξαϋλώνεται, μα μένουν τα κτήρια κι οι υποδομές ανέπαφες; Μια τέτοια πρέπει να είχε ρίξει ο αόρατος εχθρός –θα πρέπει να κοιμόμουνα βαθιά, τίποτα δεν κατάλαβα- κι όλους τους Αθηναίους τους είχε μες στη νύχτα εξοντώσει. Μονάχα εγώ τη γλύτωσα. Για ακόμα μια φορά ο μόνος επιζήσας. Εγώ κι οι κατσαρίδες, σκέφτηκα. Γέλασα, μα στο καπάκι ήρθε μια άλλη σκέψη και με τρομοκράτησε. Έτρεξα στον καθρέφτη και κοιτάχτηκα. Όχι, εντάξει, όλα καλά. Δεν ξύπνησα κι εγώ σιχαμερό ζωύφιο. Καλά το έλεγες εσύ, έτσι και γίνει η συντέλεια, μονάχα οι κατσαρίδες και ο Κάφκα είναι γραφτό να επιβιώσουν. Όλη η Αθήνα, το καλοκαίρι εκείνο, είχε πάει διακοπές. Κάπνιζα στο μπαλκόνι σου και σας σκεφτόμουν κακομοίρηδες συνωστισμένους πάνω στο ίδιο το νησί και με τη σκέψη αυτή διασκέδαζα. Άλλωστε, εγώ το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Μόνο που δυστυχώς το πρώτο καλοκαίρι μου στο σπίτι σου έτυχε να είναι τελικά το τελευταίο καλοκαίρι στην Αθήνα. Θυμήθηκα τις πρώτες μου διακοπές σε αυτήν την πόλη φάντασμα. Θυμάσαι; Όχι ακόμα τότε δε με γνώριζες. Δεν είχα ακόμα απολυθεί, αλλά είχα πια τόσο πολύ παλιώσει, που πηγαινοερχόμουν στη μονάδα μου μόνο για να ανανεώνω τις εικονικές μου άδειες. Ήταν ένα πρωί Σαββάτου σαν κι αυτό που τότε κάπνιζα και που θυμόμουν στο μπαλκόνι σου. Μπήκα από την Πύλη Αλμυρού και είκοσι λεπτά μετά βγήκα ξανά από την Πύλη Αγχιάλου. Θυμάμαι το νεοσύλλεκτο στην έξοδο να με κοιτάει σα να ήμουν αντιπτέραρχος τουλάχιστον και μου δείχνει με την άκρη του G3 του έναν τυπάκο που στεκόταν στη σκιά. «Μπορείτε μήπως να πάρετε το παλικάρι ως το Βόλο;» Θυμάμαι το παλικάρι να αφήνει σαν τη σαύρα τη σκιά και να γλιστράει μέσα στο αμάξι μου. Θυμάμαι το γκρίζο καπελάκι του. Με ρώτησε αν ήτανε στο δρόμο μου. Αναρωτήθηκα για πρώτη μου φορά στα σοβαρά ο δρόμος μου ποιος είναι. Μου ζήτησε να τον αφήσω, αν μπορώ, στα Κτελ, στην είσοδο της πόλης. Του πρότεινα να δώσει σε μένα τα λεφτά του εισιτηρίου, να μοιραστούμε βενζίνη και διόδια και να τον κατεβάσω εγώ από το χωριό μέχρι τη Βαβυλώνα. Δέχτηκε χωρίς να το πολυσκεφτεί -πάντως δε μου το έδειξε- και γύρισα την Εθνική Οδό ανάποδα, αλλάζοντας στο δρόμο μου και στη ζωή κατεύθυνση. Μόλις περάσαμε την Πελασγία, χωρίς να με ρωτήσει, έβγαλε ένα cd από το σάκο του, το έσπρωξε μες στη σχισμή και άνοιξε στα τέρματα την ένταση. Το πρώτο το τραγούδι ήταν και το τραγούδι μου. Δεν ήταν από πάντα, όχι. Εκείνη η στιγμή το έκανε. Μετά τις Θερμοπύλες χαμήλωσε τον ήχο και ξαφνικά, χωρίς να τον ρωτήσω εγώ ετούτη τη φορά, ξεκίνησε να μου μιλάει για την κοπέλα του. Η κοπέλα του ήτανε Γιαπωνέζα. Φοιτήτρια, λέει, στη φιλοσοφική και στον ελεύθερο της χρόνο φωτομοντέλο στα περιοδικά της μόδας. Έχουν ελεύθερο χρόνο οι φιλόσοφοι; Δεν είναι ο χρόνος, ακόμα κι ο ελεύθερος, για αυτούς μια έννοια σχετική; Κι αν έχουν τέλος πάντων, και τότε πάλι δε φιλοσοφούν, όπως εμείς οι άλλοι; Οι ερωτήσεις μου του έφεραν ναυτία. Λίγο πριν από τον Άγιο Στέφανο δοκίμασα κι εγώ να πω λιγάκι τα δικά μου. Φαινόταν σα να τα βρίσκει όλα αδιάφορα και βαρετά. Δεν άργησε να βρει κατάλληλη ερώτηση για να με διακόψει: «Εσύ, τι πας να κάνεις στην Αθήνα μες στον Αύγουστο;» Και τότε ήρθε από το πουθενά η θεία επιφοίτηση και έσκασε με δύναμη επάνω στο παρμπρίζ μου: Διακοπές. Τι άλλο; Αφού τον άφησα στην έξοδο της Κηφισιάς κι αφού για λίγο ακόμα ταλαντεύτηκα ανάμεσα στις αντιφάσεις μου –τυπικά ακόμα βρισκόμουν εκτός των τειχών, προλάβαινα να κάνω πίσω- συνέχισα να κατηφορίζω μέχρι που βρήκα την οικεία είσοδο της Αχαρνών. Πέρασα μέσα. Προχώρησα σα να ήμουν μέσα στο όνειρο. Έφτασα στα Εξάρχεια. Πάρκαρα έξω ακριβώς από το φοιτητικό μου σπίτι –δεν είχε τελειώσει η αδερφή μου τις σπουδές και ακόμα το κρατούσαμε- κι ανέβηκα δήθεν για να μαζέψω κάποια πράγματα. Ήταν ήδη απόγευμα. Ούτε που το κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Άνοιξα τα παράθυρα και ξάπλωσα, έτσι όπως ήμουν με τα ρούχα, πάνω στο άστρωτο κρεβάτι. Αποκοιμήθηκα χαζεύοντας τον ράθυμο χορό της σκόνης στο δωμάτιο. Όταν πια ξύπνησα είχε για τα καλά νυχτώσει. Από έξω ακουγόταν μουσική. Μα ούτε φωνές ούτε και κάποια άλλη ένδειξη ανθρώπινης δραστηριότητας. Σηκώθηκα, άναψα ένα τσιγάρο και στάθηκα προσπαθώντας να αφουγκραστώ, να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Κανονικά έπρεπε ήδη να είχα φύγει. Οποιοσδήποτε άνθρωπος λογικός σίγουρα αυτό θα έκανε. Έφτιαξα έναν δυνατό καφέ και άρχισα αμέσως τα τηλέφωνα. Όλοι τους ήταν σε διακοπές. «Τι έπαθες; Τι θες εδώ καλοκαιριάτικα;» Επέμεινα. Έλεγα, όχι δε μπορεί. Όλο και κάποιος θα έχει ξεμείνει στα μετόπισθεν. Και τότε πρόσεξα ξανά τη μουσική. Το ίδιο ακριβώς τραγούδι –σουξέ εκείνου του καλοκαιριού- τέλειωνε και αυτόματα ξανάρχιζε σα να εμπεριείχε κάποιο μήνυμα κρυφό, που έπρεπε εγώ –για μένα εξάλλου έπαιζε- να αποκωδικοποιήσω. Είπα να πάω, να το ακούσω από κοντά. Άφησα το διαμέρισμα και βγήκα στο διάδρομο. Κάλεσα το ασανσέρ. Ήμουν στον ημιώροφο. Δεν ήτανε ανάγκη. Ή μήπως είχα άλλα σχέδια; Ή μήπως σε άλλα σχέδια ήδη κατρακυλούσα; Μπήκα, πάτησα το τελευταίο το κουμπί και εκτοξεύτηκα στο άπειρο. Μετά από μισό λεπτό έφτασε η σεληνάκατός μου στην ταράτσα. Η νύχτα από πάνω μου σπαράσσουσα. Το φως της πόλης είχε κάνει όλα τα αστέρια να ντραπούν και μόλις που διακρίνονταν. Κοίταζα λαίμαργα τριγύρω μου. Ο Στρέφης, ο Λυκαβηττός, τα δυτικά προάστια. Ποιανού είναι άραγε όλα αυτά; Ποιος να τα διαχειρίζεται, τώρα που τα έχουν αποποιηθεί οι μόνιμοί τους κάτοχοι; Αν κλέψω κάτι τώρα που δεν υπάρχει εδώ κανείς για να με δει, ποιος θα το καταλάβει; Κι αν άραγε τους έκλεβα ολόκληρη την πόλη; Κι αν έτσι εδώ, μες στο κατακαλόκαιρο, την έκανα δικιά μου; Οι ερωτήσεις μου έφεραν ναυτία στην Αθήνα. Από το ύψος όπου βρισκόμουνα, η μουσική ακουγότανε πολύ εξασθενημένη. Μα ωστόσο έφτανε στα αυτιά μου μια χαρά. Θα το θυμάμαι το τραγούδι αυτό, ορκίστηκα. Κι αν κάποτε βρεθεί κάποιος να με ρωτήσει, τι έπαιζε εκείνη τη στιγμή που ξαναγνωριστήκαμε, θα ξέρω πια με σιγουριά τι να του απαντήσω. Και τότε χτύπησε επιτέλους το τηλέφωνο. Ήσουν εσύ. Το καλοκαίρι εκείνο δεν το πέρασα στο σπίτι σου. Το καλοκαίρι εκείνο μέσα στην πόλη αυτήν σπίτι σου δεν υπήρχε. Χάρηκα που είδα το όνομά σου στην οθόνη μου. Κι όμως, ένιωσα λίγο ενοχές. Σα να με πέτυχες πάνω στην ώρα του κακού. Σα να κατάλαβες τι πήγαινα να κάνω. «Που είσαι; Ακόμα δεν τελείωσες; Νύχτωσε – τι ώρα θα γυρίσεις;» Δίστασα. Δε βρήκα αμέσως την κατάλληλη απάντηση. Το ξέρεις σίγουρα καλά πόσο πολύ θα γούσταρα αυτή του τηλεφώνου η φωνή, με κάποιον τρόπο αυγουστιάτικο, να έπαιρνε σάρκα ξαφνικά και να ερχόταν να σταθεί στο πλάι μου. Το ξέρεις ή μάλλον όχι δεν το ήξερες. Ακόμα ήμασταν εκεί, στο 2002. Όταν επέστρεψα ξανά στην Εθνική Οδό ήτανε πια μεσάνυχτα. Ήταν μια νύχτα φωτεινή και σκέφτηκα πως ίσως δε χρειάζεται τα φώτα μου να ανάψω. Στη θέση του συνοδηγού ο πρωινός συνταξιδιώτης μου είχε ξεχάσει το γκρίζο καπελάκι του. Και το εξωτικό χαμόγελο της γιαπωνέζας φιλενάδας του χόρευε πάνω στον καθρέφτη μου μέχρι που έφτασα στο Βόλο. Και σκέψου, όλα αυτά συνέβησαν μία δεκαετία ολόκληρη πριν από το καλοκαίρι εκείνο. Ξέρεις ποιο καλοκαίρι λέω, ναι; Το καλοκαίρι εκείνο που το πέρασα στο σπίτι σου. Πάντα για εκείνο εκεί το καλοκαίρι σου μιλάω.

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

η γνωστή-άγνωστη κατεύθυνση

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Είχα μόλις ανοίξει το γραφείο μου και ήδη σκεφτόμουν να το κλείσω. Ήμουν 29 χρονών και μόλις άρχιζα επιτέλους να προβληματίζομαι ως προς το τι θα γίνω όταν θα μεγαλώσω. Ήταν απόγευμα. Το καλοκαίρι γλιστρούσε κι έφευγε έξω από το παράθυρο και εγώ, μην έχοντας άλλη παραθεριστική διέξοδο, φόρτωσα στο αμάξι τις αποσκευές και έφυγα προς άγνωστη κατεύθυνση. Το βράδυ βρισκόμουν στην Αθήνα. Την ώρα που διέσχιζα την έρημη Αχαρνών άκουσα την πόλη μαζί μου να γελάει: «Ποια άγνωστη κατεύθυνση, ρε ψευταρά; Γιατί δεν παραδέχεσαι πως σου έλειψα; Γιατί δε λες πως μακριά μου δε μπορείς να κάνεις». Έκλεισα το τζάμι και άνοιξα αμέσως το ραδιόφωνο. Έπαιζε το τραγούδι μου. Δεν είχε σημασία ποιο. Άλλωστε, εκείνη τη στιγμή, όλα του κόσμου τα τραγούδια μού ανήκαν. Ο τύπος με την ένρινη φωνή έκανε πρόγραμμα για πάρτη μου. Δεν ήρθα κατευθείαν σπίτι σου -το καλοκαίρι εκείνο, ξέρεις, το πέρασα στο σπίτι σου- αλλά εξακολούθησα με λαιμαργία να ξανοίγομαι στις εγκαταλειμμένες λεωφόρους. Καμιά φορά, όταν με έπιανε φανάρι, βιαζόμουν τόσο να συνεχίσω την πορεία μου, που μόλις άναβε το πράσινο ξανά, δαιμονισμένα κόρναρα τον ίδιο τον εαυτό μου. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Σιγά-σιγά, καθώς όλο και πιο βαθιά μέσα την πόλη εισέβαλα, ένιωθα σα να κάνω κάτι πραγματικά παράνομο. Οι λίγοι που συνάντησα στο δρόμο μου –οι πιο πολλοί παράφρονες- ήταν συνένοχοί μου. Οι λίγοι που συνάντησα στο δρόμο μου – κανείς δε σκέφτηκε ποτέ τι κάνουνε οι άνθρωποι αυτοί, όταν η πόλη ερημώνει. Οι λίγοι που συνάντησα στο δρόμο μου. Στη γειτονιά σου έφτασα την ώρα που ξημέρωνε. Μάταια έψαχνα καφέ. Είχανε όλοι φύγει. Κι είχα και την Αθήνα σου να με στραβοκοιτά αγουροξυπνημένη. Όχι, δεν ήμουν ξένος. Οι ξένοι, άλλωστε, ακόμα ήταν ευπρόσδεκτοι. Η παρουσία τους ακόμα τους ντόπιους διασκέδαζε. «Θέλουν να γίνουν σαν κι εμάς – άρα είμαστε κάποιοι.» Δεν ήμουν ξένος, όχι. Η πόλη ήταν ξενιστής κι εγώ το βδελυρό μικρόβιο που ύπουλα θα αποικούσε τους ιστούς της. Πάρκαρα σε εκείνο το παρκάκι απέναντι και από εκεί σε κατασκόπευα. Κρατούσα σημειώσεις. Μάζευα από εσένα υλικό για να σε ξαναφτιάξω. Το ξέρω, δεν το ήξερες. Ε, τώρα το μαθαίνεις. Δε με ένοιαζε αν έλειπες. Τι κι αν βρισκόσουν στα νησιά, το σπίτι σου μου αρκούσε.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

πάντα αύγουστο!

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Είχα κατέβει στην Αθήνα να σου πω ότι δεν πάει άλλο. Είχε τελειώσει η ιστορία αυτή από καιρό, κι όμως εμείς τη συνεχίζαμε. Είχε τελειώσει και ο Δεύτερος Παγκόσμιος κι εμείς εκεί, ακόμα στα χαρακώματα του Πρώτου. Πέρασα πρώτα από το άλλο σπίτι, το παλιό, έτσι από συνήθεια. Χτύπησα το κουδούνι και βγήκε μια θεία που σου έμοιαζε. Μου είπε πως δε μένεις πια εκεί, πως μετακόμισες προσφάτως στο Χαλάνδρι. Τι ιστορίες είναι αυτές; άρχισα να φωνάζω. Κάτι μωρά, μέσα από τα δωμάτια, σκούζανε ανελέητα. «Κύριε, σας παρακαλώ», κλαψούριζε η σωσίας σου. «Τι έγινε; Ποιος είναι αυτός; Τι θέλει τέτοιαν ώρα;» Ένας χαμένος, φτυστός εγώ χωρίς μαλλιά, έσκασε τότε ξαφνικά πίσω από τη σκιά σου. «Τι θες, ρε φίλε;» ρώτησε κι αυτό το «φίλε» ακόμα τριγυρνά ανάμεσα στα αυτιά μου. Βγήκα ξανά στο δρόμο και άρχισα να τρέχω πανικόβλητος. Δύο στενά πιο κάτω ήτανε κάτι μπάτσοι. Μυρίσανε τον πανικό, άκουσαν την τρεχάλα και είπανε όχι, δε μπορεί, κάτι δεν πάει καλά εδώ, ποιος τρέχει τέτοιαν ώρα; Μου βάλανε τρικλοποδιά. Έπεσα με τα μούτρα. Μου ζήτησαν ταυτότητα. Την είχα στο αμάξι. Με ρώτησαν πού πάρκαρα. Είπα πως δε θυμάμαι. Το πιο λαγωνικό από αυτούς χάιδευε ήδη το περίστροφο στην ζώνη του. «Αφήστε τον! Τον ξέρω εγώ», φώναξε τότε κάποιος και όλοι μαζί γυρίσαμε να δούμε ποιος με ξέρει. Ένας καριόλης με ένα κίτρινο παλτό μου έκανε νόημα να πάω πιο κοντά του. «Με θυμάσαι, ρε;» Δεν τον θυμόμουν φυσικά, μα είπα ναι να ξεμπερδεύω με τους ένστολους. Πώς να ήξερα εκείνη τη στιγμή πού πήγαινα να μπλέξω; Βγήκαμε στην Ιπποκράτους σαν ζευγαράκι, πιασμένοι αγκαζέ. Όσο κατηφορίζαμε τόσο ένιωθα τα δάχτυλά του να χώνονται στο μπράτσο μου. «Που πάμε;» ρώτησα ψιθυριστά. Μπα όχι, δεν τον ρώτησα. Το σκέφτηκα μονάχα. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Είχα κατέβει στην Αθήνα να σου πω ότι δεν πάει άλλο. «Θες λίγο ακόμα, μήπως;» Λίγο ακόμα από τι; «Λίγο ακόμα από αυτό που λες δεν πάει άλλο.» Θέλω, αλλά δεν πάει, είπαμε. «Τότε γιατί κατέβηκες;» Έτσι κι αλλιώς θα ερχόμουν. «Πες μου πως θες και τότε εγώ γυρνάω το χρόνο πίσω.» Στη Σόλωνος με άφησε. Σταμάτησε ένα ταξί. Μου είπε να κάτσω πίσω. «Που πάμε;» ρώτησε ο οδηγός πολύ βαριεστημένα. «Δυο χιλιάδες τέσσερα», απάντησε ο άλλος. «Τι μήνα τον αφήνω;». Πήγα να βγω πριν τρελαθώ. Δεν άνοιγε από μέσα. «Αύγουστο, πάντα Αύγουστο», απάντησε ο άλλος.