Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

η περιγραφή

Ωστόσο, πέρα από την πλάκα, μετά από δύο χρόνια φοίτησης στο Μεταπτυχιακό μας και μετά από αρκετές ασκήσεις και εργασίες, μπορώ με βεβαιότητα να πω πως ένα από τα συμπεράσματα όπου έχω καταλήξει ως προς το γράψιμο είναι και το εξής: Όταν περιγράφουμε είτε κάποιο πρόσωπο είτε κάποιο πράγμα μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, περιγράφουμε κατά κάποιον τρόπο και τον εαυτό μας ταυτόχρονα ή έστω και τον αφηγητή της ιστορίας μας. Αφού από τα στοιχεία εκείνα του αντικειμένου της περιγραφής που θα επιλέξουμε να παραθέσουμε, να τονίσουμε ή να αποσιωπήσουμε, θα δώσουμε στον αναγνώστη υλικό τόσο ως προς τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όσο και ως προς το βαθμό που επηρεαζόμαστε από τις προσλαμβάνουσές μας.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

το ύφος

Όταν θα βγούνε τον Σεπτέμβριο οι βαθμοί, θα πάρω έναν από χαμηλότερους στην τάξη. Μαζί και μια παρατήρηση από τον δάσκαλο που έλεγε περίπου κάτι τέτοιο: «Προσπάθησε να αποφεύγεις τον ρυθμό στον πεζό σου λόγο. Είναι επικίνδυνος!» Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η τελευταία λέξη. Ο ρυθμός μου δεν ήταν ούτε «εσφαλμένος» ούτε «κακός» ούτε «άσχημος» τουλάχιστον, αλλά «επικίνδυνος». Τι ήταν άραγε αυτό που ετίθετο σε κίνδυνο; Εγώ; Ο αναγνώστης; Η αφήγηση; Το ξέρω πως το γράψιμο μου έχει ένα στυλ παράδοξο που μου έχει με κάποιον τρόπο αφύσικο προσκολληθεί από τις πρώτες μου ακόμα ιστορίες. Ποτέ δεν το επιδίωξα, ποτέ ωστόσο δεν θέλησα και να το καταργήσω. Ίσως διότι στην αρχή καταπιανόμουνα με άλλα πράγματα πολύ πιο επικίνδυνα. Ίσως διότι στην συνέχεια δεν είχα πια και τίποτα να χάσω.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

το παραμύθι του παππού

(Σαλόνι εργένικου διαμερίσματος. Ένας άντρας και μια γυναίκα κι οι δυο γύρω στα τριάντα. Αυτός πηγαινοέρχεται νευρικός κρατώντας το τηλέφωνό του. Αυτή πιο ήρεμη κάθεται στον καναπέ και το κοιτάζει)
Σοφοκλής: (μιλώντας στο τηλέφωνο) Έλα, Απόστολε. Σε παίρνω για την περίπτωση που λέγαμε. Λοιπόν, μίλησα με τον «άνθρωπο» και μου είπε πως είναι εντάξει και πως περιμένει από εμάς να ξεκινήσουμε. Μόνο που θέλει, λέει, τα μισά λεφτά μπροστά. Μου τόνισε ότι δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης, αλλά πως έτσι κάνει πάντα. Εγώ, Απόστολε, από λεφτά, όπως γνωρίζεις, δεν είμαι και στα καλύτερά μου, αλλά δεσμεύομαι, έτσι και πάνε όλα καλά, να σε τακτοποιήσω άμεσα. Σε παρακαλώ, μόλις ακούσεις το μήνυμα αυτό κι αφού σκεφτείς καλά το πράγμα, πάρε με για να μου πεις πώς να κινηθώ. Ξέρεις, ο χρόνος μας πιέζει.
Ράνια: Τι σου είπε;
Σοφοκλής: Τι να μου πει, ρε Ράνια; Δεν άκουσες; Μήνυμα στον τηλεφωνητή του άφησα.
Ράνια: Και;
Σοφοκλής: Μου είπε να σου δώσω χαιρετίσματα.
Ράνια: Ο τηλεφωνητής;
Σοφοκλής: Ναι, και να τον πάρεις, λέει, καμιά φορά να κανονίσετε. Σε έχει επιθυμήσει.
Ράνια: Άντρας ήταν;
Σοφοκλής: Ποιος;
Ράνια: Ο τηλεφωνητής; Ήτανε αντρική φωνή; Συνήθως βάζουν γκόμενες, για αυτό ρωτάω.
Σοφοκλής: Έχω λιγάκι αγχωθεί, το ξέρεις;
Ράνια: Το ξέρω, αλλά νομίζω πως κακώς αγχώνεσαι. Πρώτον, γιατί δεν πρόκειται να γίνει η δουλειά. Και δεύτερον, γιατί ακόμα και να γίνει, όλο και κάποια μαλακία θα παιχτεί και βλέπω μετά να σας μαζεύουν. Στη θέση σου θα αγχωνόμουν έτσι και σου απαντούσε αμέσως ο Απόστολος. Για αυτό σου λέω, καλύτερα ο τηλεφωνητής. Δεν παίρνει και πρωτοβουλίες.
Σοφοκλής: Γιατί το γρουσουζεύεις;
Ράνια: Έτσι, γιατί είμαι κακιά και θέλω να σε δω να τρως τα μούτρα σου.
Σοφοκλής: Δεν το εννοείς αυτό που λες.
Ράνια: Αν το εννοούσα, λες να καθόμουν τώρα εδώ και να σου έκανα παρέα;
Σοφοκλής: Σε ευχαριστώ.
Ράνια: Άσε τα ευχαριστώ για αργότερα και φτιάξε μου έναν καφέ. Νομίζω πως θα το ξενυχτήσουμε απόψε.
Σοφοκλής: Θυμάσαι εκείνην την ιστορία που μας έλεγε ο παππούς;
Ράνια: Ποια; Εκείνην από τον εμφύλιο;
Σοφοκλής: Όχι ρε, την άλλη με την άμαξα. Με τα άλογα που ταξιδεύαν μόνα τους.
Ράνια: Αυτήν την έλεγε ο παππούς για να μας πάρει ο ύπνος. Εγώ καφέ σου ζήτησα.
Σοφοκλής: Για κάποιο λόγο, απόψε την θυμήθηκα. Νομίζω πως κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει.
Ράνια: Μπράβο ρε! Σου πήρε τριάντα χρόνια να καταλάβεις ένα παραμυθάκι.
Σοφοκλής: Θέλω να πω πως είδα τον συμβολισμό. Τι ήθελε να μας διδάξει ο παππούς, όταν την διηγούνταν. Τα άλογα νομίζω πως ήμασταν εμείς. Και η άμαξα το σπίτι. Και το ταξίδι η ζωή. Θυμάσαι πώς τελείωνε;
Ράνια: Θυμάμαι ότι ο παππούς κάθε φορά της έδινε και διαφορετική κατάληξη. Νομίζω πως αυτοσχεδίαζε. Ήταν πολύ καλός σε αυτά ο συγχωρεμένος.
Σοφοκλής: Ακριβώς! Ξέρεις και άλλα τέτοια παραμύθια όπου το τέλος κάθε φορά να αλλάζει. Αυτό είναι το θέμα, ρε! Ότι μπορεί εμείς να ξεκινάμε το ταξίδι μας, να πάμε όπου γουστάρουμε την άμαξα, να ζούμε την περιπέτεια μας, αλλά στο τέλος δεν υπάρχει τίποτα να μας εξασφαλίζει ότι θα επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, ότι θα ξαναγίνουμε αυτό που κάποτε υπήρξαμε.
Ράνια: Και όλα αυτά στο παραμύθι του παππού;
Σοφοκλής: Εγώ έτσι το βλέπω.
Ράνια: Γιατί δεν παίρνεις τον Απόστολο ξανά. Να του το πεις και αυτουνού. Ποιος ξέρει; Μπορεί και να το εκτιμήσει. Ή μάλλον όχι! Πες το καλύτερα στον «άνθρωπο»! Αυτός θα το γουστάρει σίγουρα. Μην σου πω ότι μπορεί και να δεχτεί στο τέλος και να σας κάνει τη δουλειά χωρίς να πάρει μία.
Σοφοκλής: Πάω να φτιάξω καφέ.
Ράνια: Να μου τον κάνεις σκέτο.
Σοφοκλής: Καλά.
Ράνια: Δεν σε πειράζει να ανοίξω τηλεόραση;
Σοφοκλής: Κάνε ό,τι γουστάρεις.
(Ο Σοφοκλής βγαίνει από το δωμάτιο. Η Ράνια ανοίγει την τηλεόραση και αλλάζει τα κανάλια)
Παρουσιαστής (πρώτο κανάλι): …ο οποίος, αφού συναντήθηκε με αντιπροσωπεία των συνδικαλιστών και έλαβε γνώση των αιτημάτων τους, δήλωσε σχετικά: Ο αγώνας των εργαζομένων είναι σεβαστός και το δικαίωμά τους για απεργία αναφαίρετο. Ωστόσο οι υποχρεώσεις της κυβέρνησης είναι σαφείς και δυστυχώς αδιαπραγμάτευτες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει όλοι ο φορείς να διαισθανθούν την κρισιμότητα…
Ηθοποιός (δεύτερο κανάλι): …μέχρι που να το καταλάβει επιτέλους. Τι; Δηλαδή εγώ που την περίμενα τόσο καιρό, τι είμαι, δηλαδή; Τώρα, θα πάω και θα της το πω. Ναι, ναι, αυτό θα κάνω. Οπωσδήποτε. Κοίτα να δεις την άτιμη. Πώς κάθεται και με κοιτάζει. Και τι είναι αυτό που φόρεσε; Καλά, επίτηδες το κάνει…
Αφηγητής (τρίτο κανάλι): …όπου εκεί τον περίμενε μια νέα σκληρή δοκιμασία. Ο αγώνας για την επιβίωση σε αυτό το αχαρτογράφητο σημείο του πλανήτη δεν ήταν θέμα πια ρεκόρ και επιδόσεων, πράγμα που ο βετεράνος αθλητής το ήξερε, αλλά δεν γνώριζε ότι είχε μόλις περάσει το όριο εκείνο όπου οι ανθρώπινες συνήθειες και αντοχές εξασφαλίζουν…
Ηθοποιός (τέταρτο κανάλι): …η οποία σου ανήκει. Για αυτό σε ικετεύω, Πολυχρονεμένε μας Σουλτάνε, άφησε τα κορίτσια μας να ζήσουν, αφού ποτέ κάτι κακό δεν θέλησαν στην Αυτοκρατορία σου να κάνουν και μόνο για να σε υπηρετούν έχουνε έρθει σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Κι εγώ, όποτε χρειαστεί ξανά η Μεγαλειότητά σου τις ταπεινές…    
Σοφοκλής (επιστρέφοντας στο σαλόνι): Τι λέει; Έχει τίποτα καλό;
Ράνια: Μπα… Τα ίδια και τα ίδια…         
Σοφοκλής: Μήπως χτύπησε το τηλέφωνο όσο ήμουν στην κουζίνα;
Ράνια: Ναι, σε πήρε ο Απόστολος.
Σοφοκλής: Αλήθεια; Και τι είπε;
Ράνια: Είπε πως αν είχε όλα τα λεφτά, θα παντρευότανε.
Σοφοκλής: Μα παντρεμένος είναι.
Ρανιά: Α, ναι; Ε τότε πως θα χώριζε.
Σοφοκλής: Μου κάνεις πλάκα, έτσι;
Ράνια: Όχι μωρέ, λιγάκι σε πειράζω.
Σοφοκλής: Πεινάς; Θέλεις να παραγγείλω κάτι;
Ράνια: Όχι, μου φτάνει ο καφές. Πολύ πικρό τον έκανες.
Σοφοκλής: Αφού μου είπες σκέτο.
Ράνια: Φοβόμουν πως θα τον έκανες γλυκό, αν σου ζητούσα μέτριο.
Σοφοκλής: Δεν σε καταλαβαίνω. Σκέτος θα πει χωρίς καθόλου ζάχαρη. Εδώ δεν τίθεται θέμα αναλογίας.
Ράνια: Καλά, δεν τρέχει τίποτα.
Σοφοκλής: Αν θες, τον ξαναφτιάχνω.
Ράνια: Όχι, σου λέω. Θα τον πιω. Άλλωστε, θα τον χρειαστώ. Μεγάλη η νύχτα απόψε.
Σοφοκλής: Κι αν δεν μας πάρει ο Απόστολος;
Ράνια: Δώσε μου το τηλέφωνο.
Σοφοκλής: Γιατί; Τι θες να κάνεις;
Ράνια: Θα πάρω να του αφήσω ένα μήνυμα.
Σοφοκλής: Τι μήνυμα; Αφού του άφησα εγώ.
Ράνια: Άκουσα κάτι στην τηλεόραση. Μου ήρθε μια ιδέα.
Σοφοκλής: Από τα ίδια και τα ίδια που έπαιζε;
Ράνια: Ναι, ακριβώς. Από αυτά. Θα δεις. Δώσε μου το τηλέφωνο και μην μιλάς καθόλου.
Σοφοκλής: Μόνο μην τον θυμώσεις. Πρόσεχε!
Ράνια (στο τηλέφωνο): Κύριε Απόστολε, η Ράνια είμαι, η αδερφή του Σοφοκλή και σας τηλεφωνώ εκ μέρους του. Επειδή ανησυχούμε ότι ενδεχομένως δεν έχετε λάβει γνώση ακόμα του αιτήματός μας. Επειδή μας πιέζει η προθεσμία που έχουμε προκειμένου να δώσουμε οριστική απάντηση στον άνθρωπο. Επειδή το ζήτημα αυτό καθίσταται για εμάς ιδιαιτέρως σημαντικό και επιθυμούμε απαρέγκλιτα την επιτυχή ευόδωσή του. για όλους τους παραπάνω λόγους, σας καλώ, και αφού λάβετε υπόψιν την ταύτιση των δικών μας επειγόντων αναγκών με τα δικά σας δίκαια συμφέροντα, να μας απαντήσετε άμεσα στο ήδη σαφώς διατυπωμένο αίτημά μας. Σας ευχαριστώ.
Σοφοκλής: Όλα αυτά στην τηλεόραση τα άκουσες;
Ράνια: Είσαι ψεύτης.
Σοφοκλής: Γιατί; Τι είπα;
Ράνια: Η φωνή στον τηλεφωνητή… γκόμενα ήταν τελικά.
Σοφοκλής: Τώρα μπορεί. Πριν ήταν άντρας, πάντως.
Ράνια: Λες ψέματα συνέχεια. Ποτέ δεν βάζουν άντρα στις δουλειές αυτές. Αλλά ακόμα και να έβαζαν, σιγά να μην αλλάζει η φωνή σε κάθε τηλεφώνημα.
Σοφοκλής: Τι κάνεις;
Ράνια: Τίποτα. Απλώς παίρνω για να τσεκάρω.
Σοφοκλής: Ποιον παίρνεις; Δεν κατάλαβα.
Ράνια (στο τηλέφωνο): Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε ο αδερφός μου στο μυαλό του, όταν κανόνιζε να κάνει ετούτη τη δουλειά. Αν με είχε συμβουλευτεί νωρίτερα, σίγουρα θα του έλεγα να ασχοληθεί με κάτι που γνωρίζει. Είναι άσχετος με αυτά τα πράγματα, κι όμως είναι καλός, εργατικός κι επίμονος. Με λίγη σωστή καθοδήγηση και ίσως με λίγη ακόμα έμπρακτη βοήθεια, πιστεύω πως θα τα καταφέρει. Στην πραγματικότητα αυτά τα λίγα είναι που ζητάει από τον Απόστολο. Κι αν ο Απόστολος μπορούσε να με ακούσει, τότε θα του έλεγα πως πρέπει να νιώθει ασφαλής. Πως ο αδερφός μου είναι έντιμος και θα του τα επιστρέψει κι αυτά κι ακόμα περισσότερα.
Σοφοκλής: Τι έκανες τώρα;
Ράνια: Και πάλι γυναίκα ήταν.
Σοφοκλής: Τι ήταν αυτά που έλεγες;
Ράνια: Τίποτα σοβαρό, ηρέμησε. Απλώς μονολογούσα.
Σοφοκλής: Μονολογούσες στο τηλέφωνο;
Ράνια: Στον τηλεφωνητή του κύριου Απόστολου.
Σοφόκλης: Τι έκανες, γαμώτο;
Ράνια: Ηρέμησε, σου λέω. Θα δεις, θα του αρέσει. Θα σκεφτεί πως πάτησα το νούμερο του κατά λάθος και θα εκτιμήσει που με άκουσε να μιλάω ειλικρινά κι αυθόρμητα.
Σοφοκλής: Θα πει πως είμαστε τρελοί. Ίσως κι απελπισμένοι.
Ράνια: Σταμάτα να βάζεις στο μυαλό σου το κακό.
Σοφοκλής: Δεν φταίω εγώ. Μόνο του μπαινοβγαίνει.
Ράνια: Να σου πω, γιατί δεν πας κάνεις ένα μπάνιο; Θα χαλαρώσεις. Όλη αυτή η νευρικότητα μόνο καλό δεν κάνει.
Σοφοκλής: Κι αν πάρει πίσω ο Απόστολος;
Ράνια: Θα έρθω να σε φωνάξω.
Σοφοκλής: Καλά, θα κάνω γρήγορα. Έχε μόνο το νου σου.
(Ο Σοφοκλής βγαίνει ξανά από το δωμάτιο και η Ράνια παίρνει ξανά το τηλέφωνο στα χέρια της)
Ράνια (στο τηλέφωνο): Ο Σοφοκλής, ακολουθώντας τη συμβουλή της αδερφής του, μπαίνει να κάνει ένα μπάνιο γρήγορο, μήπως και έτσι ηρεμήσει κάπως. Όλη αυτή η ιστορία με τη γνωστή υπόθεση, τις απαιτήσεις του «ανθρώπου» προκειμένου να συνεργαστεί και τις επιφυλάξεις του Απόστολου του έχουν προκαλέσει μιαν ένταση πρωτόγνωρη. Λες κι είναι η πρώτη του φορά που πρέπει να αναλάβει μιαν ευθύνη. Ενώ μπαίνει κάτω από το ντουζ σκέφτεται την αδερφή του που περιμένει στο σαλόνι. Άραγε, τι θα έκανε χωρίς αυτήν, χωρίς την ψύχραιμή της παρουσία;
Σοφοκλής (επιστρέφοντας στο σαλόνι): Με ποιον μιλάς;
Ράνια: Τέλειωσες κιόλας;
Σοφοκλής: Ήτανε κρύο το νερό και βαριόμουνα να περιμένω να ζεσταθεί ο θερμοσίφωνας.
Ράνια: Ξέρεις, το ξανασκέφτηκα.
Σοφοκλής: Ποιο πράγμα;
Ράνια: Αυτό με τη φωνή του τηλεφωνητή. Νομίζω έχεις δίκιο.
Σοφοκλής: Πως ήταν άντρας πριν;
Ράνια: Ναι και πως ίσως πρέπει να τον πάρω να κανονίσουμε. Ίσως πραγματικά να με έχει επιθυμήσει.
Σοφοκλής: Ράνια, σου είπα ψέματα.
Ράνια: Όχι, όχι. Το παραδέχομαι. Δεν σου εμφανίζονται συνέχεια οι αντρικές φωνές. Πρέπει να το εκμεταλλεύεσαι.
Σοφοκλής: Ράνια, δεν υπάρχει άντρας τηλεφωνητής.
Ράνια: Μπορεί πραγματικά να είναι κάτι σπάνιο. Ποιος ξέρει πότε θα τον ξαναπετύχω;
Σοφοκλής: Μα ακόμα κι έτσι, δεν είναι παρά μία μηχανή.
Ράνια: Δεν μου αρέσει να σε ακούω να μιλάς έτσι. Τι, δηλαδή; Επειδή κάνει μια βαρετή κι απρόσωπη δουλειά; Μπορεί από κοντά να είναι πολύ ενδιαφέρων τύπος.
Σοφοκλής: Δεν μπορείς να κανονίσεις να βγεις με τη φωνή του τηλεφωνητή. Το μήνυμα αυτό που ακούγεται είναι ηχογραφημένο.
Ράνια: Ε, και; Γιατί εσύ δεν επαναλαμβάνεις συνέχεια στις φιλενάδες σου τα ίδια; Δεν είδα να ενοχλείται καμία από αυτό.
Σοφοκλής: Που ξέρεις τι λέω εγώ στις φιλενάδες μου;
Ράνια: Που ξέρω ότι δεν ενοχλούνται θα έπρεπε κανονικά να με ρωτήσεις.
Σοφοκλής: Τι πας να κάνεις τώρα;
Ράνια: Πάω να πάρω τηλέφωνο τον φίλο μου τον τηλεφωνητή.
Σοφοκλής: Σταμάτα τις βλακείες!
Ράνια: Όχι, να δεις ότι δεν ντρέπομαι.
Σοφοκλής: Σταμάτα, σου λέω! Θα γίνουμε ρεζίλι.
Ράνια: Εγώ θα γίνω, μην ανησυχείς. Εσύ θα παραμείνεις κύριος.
Σοφοκλής: Πες μου ότι δεν παίρνεις πάλι τον Απόστολο.
Ράνια: Λοιπόν, άκου τι θα γίνει. Αν βγει γυναίκα πάλι, θα το κλείσω, σου το υπόσχομαι. Κι ο Απόστολος θα νομίζει απλώς του έκανες ακόμα μια αναπάντητη. Αν βγει όμως αντρική φωνή, θα με αφήσεις να πω τα δικά μου. Ακόμα κι αν ο Απόστολος τα ακούσει όλα αυτά, νομίζω πως θα σκεφτεί πως απευθύνομαι σε αυτόν. Έτσι όχι μονάχα δεν θα ενοχληθεί, αλλά μπορεί και να κολακευτεί και να γουστάρει. Θα δεις, στο τέλος θα βοηθήσει και στην υπόθεσή σου αυτό το τηλεφώνημα
Σοφοκλής: Δίνεις τον λόγο σου, αν βγει γυναίκα, θα το κλείσεις.
Ράνια: Δεν μου αρέσουν οι γυναίκες, Σοφοκλή.
Σοφοκλής: Εντάξει, παραιτούμαι.
Ράνια (στο τηλέφωνο): Γεια σου! Το ήξερα πως θα απαντούσες εσύ ετούτη τη φορά. Μην με παρεξηγήσεις, αλλά είναι κάτι που θέλω να σου ζητήσω. Δεν με γνωρίζεις, το ξέρω, και δεν είμαι σίγουρη αν έχεις έστω ακούσει το όνομά μου. Εγώ όμως νομίζω πως σε ξέρω λίγο ή πως τουλάχιστον θα ήθελα να σε μάθω ακόμα περισσότερο. Ο αδερφός μου βρίσκεται σε δύσκολη θέση και αν θα μπορούσε αυτό το τηλεφώνημα να κάνει για αυτόν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα, θα ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη. Για αυτό κι εγώ θα ήθελα να σου ζητήσω να κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να τον βοηθήσεις. Να τον εμπιστευτείς, να δείξεις υπομονή και κατανόηση. Να μην ξεχάσεις πως όπως κι αυτός βρίσκεται στην ανάγκη σου ετούτη τη στιγμή, έτσι κι εσύ μπορεί στο μέλλον να χρειαστείς κάποιου άλλου, ακόμα και του Σοφοκλή του ίδιου, την απαραίτητη βοήθεια. Δεν ξέρω πως είσαι από κοντά. Έχω ακούσει μονάχα τη φωνή σου. Αλλά από αυτήν και μόνο έχω βγάλει το συμπέρασμα ότι είσαι άνθρωπος καλός και έξυπνος και ξέρεις όχι μονάχα να εκτιμάς την έννοια της φιλίας, αλλά και να επενδύεις στων φίλων σου τις αρετές. Ο αδερφός μου σε θεωρεί φίλο του πραγματικό και διαρκώς σε σένα μου μιλάει. Τόσο που στ’ αλήθεια μου έχει από καιρό γεννηθεί η περιέργεια να σε γνωρίσω από κοντά. Βοήθησέ τον, σε παρακαλώ, κι εγώ σου υπόσχομαι, αν κάποτε μπορέσουμε να συνεχίσουμε ετούτην την κουβέντα από κοντά, να σου μιλήσω και για άλλα πράγματα, από αυτά που από το τηλέφωνο δεν λέγονται. Από αυτά που από κοντά ακούγονται πιο ωραία. Γεια σου, λοιπόν. Και περιμένω νέα σου.
Σοφοκλής: Δεν το πιστεύω τι έκανες.
Ράνια: Ωραία φωνή είχε τελικά αυτός ο τηλεφωνητής. Βάζω στοίχημα ότι πρέπει να είναι πολύ γοητευτικός άντρας.
Σοφοκλής: Τι θα σκεφτεί ο Απόστολος, αν τα ακούσει όλα αυτά;
Ράνια: Το θέμα είναι καλύτερα να μην σκεφτεί. Καλύτερα να λειτουργήσει αυθόρμητα.
Σοφοκλής: Έτσι όπως έκανες κι εσύ; Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σαν και εσένα, Ράνια.
Ράνια: Πώς είμαι εγώ; Τι θες να πεις;
Σοφοκλής: Τίποτα. Ας το αφήσουμε καλύτερα.
Ράνια: Θέλεις να δούμε λίγη τηλεόραση;  
Σοφοκλής: Αφού δεν έχει τίποτα.
Ράνια: Ας δούμε λίγο τίποτα, λοιπόν. Έλα, κάτσε κοντά μου.
(Κάθονται και οι δυο στον καναπέ και η Ράνια ανοίγει πάλι την τηλεόραση)
Αφηγητής: …και τότε γύρισε το ένα άλογο και ρώτησε το άλλο, «θέλεις να μείνουμε εδώ;» Και το άλλο του απάντησε, «θέλω παντού να πάμε.» Και αφού σε αυτό το μέρος, το «παντού» δεν είχαν φτάσει ακόμα, συνέχισαν να ταξιδεύουν με την άμαξα προς το παντού για πάντα.»           
(Χτυπάει το τηλέφωνο.)


Τέλος

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

το πιπέρι

Το γουόρντ μου δεν θέλει να μιλάω άσχημα
και όλες μου τις παλιοκουβέντες, τις βρισιές πάντα τις λογοκρίνει.
Γράφω μαλάκας, πούστης, γαμήσι και ξεκώλιασμα
κι αυτό αμέσως όλα τα κοκκινίζει.
Και την πουτάνα ακόμα,
που είναι υποτίθεται και το αρχαιότερο επάγγελμα,
κι αυτήν λάθος μου την υποδεικνύει.
Το γουόρντ μου θέλει να μιλάω, να γράφω ευγενικά και όμορφα.
Μόνο πιπέρι δεν μου έχει ακόμα πάνω στη γλώσσα βάλει.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

1

Του άρεσε αυτή η σερβιτόρα με αυτήν με την στιγματισμένη τίγρη στο λαιμό. Αυτή ήταν ο λόγος που περνούσε κάθε μεσημέρι σε αυτό το κωλομάγαζο. Που διάλεγε πάντα το τραπέζι με την καλύτερη τη θέα, από όπου μπορούσε απερίσπαστος να παρακολουθεί όλες της τις κινήσεις, κι ας τον βαρούσε στο σβέρκο το κλιματιστικό. Τα χρειαζόταν τα ψυχρά ετούτα κύματα, έτσι όπως καιγόταν μετρώντας τις κινήσεις της. Που βασάνιζε με τις ώρες το μικροσκοπικό φλιτζάνι του – ήταν νωρίς για αλκοόλ, η νύχτα τον περίμενε; Που διάλεγε πάντα την ώρα που όλοι οι μαλάκες φεύγαν για φαΐ. Τις περισσότερες φορές τύχαινε να είναι ο μοναδικός πελάτης. Δικό του όλο το καφέ με το ηλίθιο εκείνο όνομα – τι πάει να πει «vents alizés»; Ποιος κόπανος το σκέφτηκε; Δικό του το τραπέζι αυτό, από όπου το εσωτερικό του μπαρ φαινόταν, με αυτήν να σκύβει, να τεντώνεται, να κάνει τα δικά της. Δικιά του και η αγαπημένη σερβιτόρα του, που τόσο καιρό ούτε το πώς την λένε δεν τόλμησε ποτέ να την να ρωτήσει. Για αυτό, όταν μιλούσε για αυτήν, έλεγε «η δικιά μου». Μα όταν την σκεφτόταν, όταν την έφερνε στο νου το βράδυ στο κρεβάτι, της έδινε έναν τίτλο πιο παράδοξο: «η ωραία νυσταγμένη». Ήταν αυτό το βλέμμα το νωχελικό, το οποίο δεν ήξερε αλήθεια που να το κατατάξει. Ήταν που νύσταζε πραγματικά; Που μόλις είχε από τον ύπνο σηκωθεί; Ή μήπως που έγραφε στα αρχίδια της κι αυτόν και το γαμωκαφέ και ολόκληρο τον κόσμο; Του άρεσε το βλέμμα της. Όχι δεν ήταν βλέμμα αυτό ανθρώπου που βαριέται. Το βλέμμα αυτό, με έναν τρόπο μοναδικά παράδοξο, ξεχείλιζε από καύλα. Μόνο που όσο και αν το μελετούσε, τόσο καιρό που σύχναζε εκεί, δεν είχε κατορθώσει ακόμα να μαντέψει τι ήταν εκείνο που την καύλωνε. Τι εικόνες μέσα στα βλέφαρά τους έκρυβαν τα νυσταγμένα μάτια και την κρατούσανε αυτήν τόσο απασχολημένη. Και τον κρατούσανε κι αυτόν τόσο ελεεινά αόρατο. Αφού από αυτό βασανιζόταν διαρκώς, που ενώ έβλεπε, παρατηρούσε, σπούδαζε το κάθε παλαντζάρισμα του κώλου της, την κάθε των χειλιών της οδηγία, αυτή αδιαφορούσε τόσο επιδεικτικά που έθετε σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξή του. Σκεφτότανε καμιά φορά, πως έτσι και ξαφνικά του ερχότανε να σηκωθεί, να αρπάξει το ταμείο και να φύγει τρέχοντας, αυτή μετά δεν θα μπορούσε ούτε καν στοιχειωδώς στους μπάτσους να τον περιγράψει. Όχι, φαινόταν να μην του έδινε καμία σημασία. Ερχόταν στο τραπέζι του, τον καλημέριζε αδιάφορα φέρνοντας μπροστά στη μούρη τα βυζιά της, έπαιρνε την παραγγελία – τόσο καιρό θα μπορούσε, τουλάχιστον, να είχε μάθει πώς πίνει τον καφέ του. Κάποιες φορές του έφερνε μπισκότα και βουτήματα και τότε έλεγε αυτός, μάλλον θα με γουστάρει. Αν και το ήξερε καλά ότι αυτό συνέβαινε με όλους τους πελάτες. Μια μέρα μόνο ήταν που της ξέφυγε και είπε κάποια κουβέντα παραπάνω. Ήτανε τότε, τον Αύγουστο, με εκείνα τα επεισόδια. Γινόταν κάτω στην πλατεία μακελειό, κι όλο ακουγόντουσαν σειρήνες και εκρήξεις. Ήταν και πάλι οι δυο τους μόνοι μες στο μαγαζί κι είχε αυτή βάλει τη μουσική στα τέρματα να μην ακούει τον δρόμο. Αυτός βγήκε κάποια στιγμή για να μιλήσει στο τηλέφωνο. Όχι πως έξω θα άκουγε καλύτερα, αλλά ντρεπόταν λιγάκι μπροστά της να απαντήσει. Δεν ήθελε να τον ακούσει με τον άλλον να μιλά. Δεν έπρεπε να μάθει. Αυτή για κάποιο λόγο συνέδεσε τα επεισόδια με αυτό το τηλεφώνημα και όταν ήρθε πάλι πίσω στο τραπέζι του, τον ρώτησε «τι γίνεται;». Λες και ήτανε αυτός που όλα τα κατεύθυνε από το μυστικό το στρατηγείο του. Είχε τότε την ευκαιρία του, να την αρπάξει από το λαιμό, να έπνιγε τον τίγρη. Να την καρφώσει επάνω στο τραπέζι του. Να την πηδήξει δυνατά. Να φύγει η νύστα από τα μάτια της. Να ξεχυθεί η καύλα της, να πνίξει όλον τον κόσμο. Όμως την ώρα εκείνη σάστισε. Αυτό το εκτός προγράμματος «τι γίνεται;» τον αιφνιδίασε και έτσι το μόνο που κατάφερε να πει ήταν ένα χαζό «δεν ξέρω». Δεν ήξερε, είναι αλήθεια, τίποτα, ούτε για αυτά που έξω εκεί στο δρόμο γίνονταν ούτε για τα άλλα που μέσα σε εκείνο το καφέ μπορούσανε να γίνουν. Υπέθετε, θεωρούσε, φανταζότανε, μα στην πραγματικότητα απείχε ακόμα αρκετά από το να γνωρίζει. Κι όμως δεν ήταν τόσο δύσκολο. Αρκούσε μόνο, την κατάλληλη στιγμή, να είχε κάνει και αυτός την ίδια ακριβώς ερώτηση. Τι γίνεται;

2

Το να δουλεύει βάρδια πρωινή ήταν για εκείνη το καλύτερο. Μέχρι τις δύο δυόμιση ήταν γεμάτο το καφέ κι ύστερα, ως τις πέντε όπου σχόλαγε, ήτανε συνήθως χαλαρά κι έτσι είχε πάντα σχεδόν τη δυνατότητα να κάνει τα δικά της. Τις περισσότερες φορές, αν δεν ερχότανε αυτός ο αχώνευτος, θα ήταν τελείως μόνη. Όχι ότι η παρουσία του άλλαζε και πολύ τα πράγματα. Ήτανε τόσο στην κοσμάρα του, που νόμιζε ότι ακόμα και αν έβγαζε τα ρούχα της και άρχιζε να σφουγγαρίζει το μωσαϊκό ολόγυμνη, αυτός να μην το πρόσεχε. Μπορεί και να ήταν αδερφή. Κι όμως, η αδιαφορία του αυτή της άρεσε. Όχι, δεν ήταν γενικά αδιάφορος. Έμοιαζε να δείχνει πάθος, ίσως και φανατισμό, σε αυτά με τα οποία ασχολούνταν. Τον έβλεπε να μουτζουρώνει τις σελίδες του και προσπαθούσε τι γράφει να μαντέψει. Για κάποιο λόγο πίστευε πως γράφει ας πούμε κάτι σαν ποιήματα. Ναι, έγραφε αδερφίστικα ποιήματα, γιατί τέτοια μονάχα να γράψει θα μπορούσε. Θα ήθελε αλήθεια να τους ρίξει μια ματιά, έτσι για να γελούσε μαζί τους και να τον ξεφτίλιζε, μα κάθε φορά που το τραπέζι του πλησίαζε για να αδειάσει το τασάκι του ή να γεμίσει το ποτήρι με νερό, αυτός τα σκέπαζε αμέσως και τα έκρυβε. «Γράφει για μένα», σκεφτόταν κάποιες στιγμές αυτάρεσκα. Μα αμέσως τη μαλακία της κατάπινε. «Μα αφού δεν με γνωρίζει.» Ήξερε πως προτιμούσε εκείνο το καφέ, γιατί από όλα τα άλλα της περιοχής ήτανε το πιο ήσυχο. Για αυτό και ερχόταν τις ώρες που συνήθως άδειαζε. Ζητούσε να απομονωθεί και το τραπέζι αυτό –πάντα εκεί καθότανε- ήτανε κατά κάποιο τρόπο το γραφείο του. Αυτή, για να του πάει κόντρα, διάλεγε μουσική σκληρή κι ανέβαζε στα τέρματα, όσο αυτός ήταν εκεί, την ένταση. Μονάχα μια φορά έκανε μια εξαίρεση. Ήταν τον Αύγουστο. Τότε με εκείνα τα επεισόδια. Στο δρόμο γινότανε χαμός κι ο έξω θόρυβος τον μέσα επάξια συναγωνιζότανε. Αυτός, το μεσημέρι εκείνο, έμοιαζε αφηρημένος και ανήσυχος. Κι όλο κοιτούσε το τηλέφωνο. Κι όλο το βλέμμα σήκωνε και έβλεπε προς την πόρτα. Από το δρόμο ακούγονταν κρότοι, σειρήνες και φωνές. Δεν έβλεπαν τι γίνεται, όσο κι αν το πεδίο μάχης ήταν δίπλα τους. Μονάχα που και που περνούσε κανένας βλαμμένος μπροστά από την πόρτα τρέχοντας. Τα πιο πολλά καφέ τις γειτονιάς είχανε από ώρα κλείσει. Ίσως και να ήταν μονάχα το δικό τους ανοιχτό. Πολύ θα γούσταρε να ερχόντουσαν όλοι αυτοί να το λεηλατήσουνε. Σκεφτότανε τα μούτρα την άλλη μέρα του αφεντικού και έκλαιγε από τα γέλια. Κάποια στιγμή τον είδε να σηκώνεται. Κρατούσε το τηλέφωνο και κοίταζε μια την οθόνη του και μια αυτήν διστακτικά, αναποφάσιστα. Κατάλαβε ότι χτυπούσε και άπλωσε το χέρι προς το ραδιόφωνο και το έκλεισε απότομα. Μα αυτός της γύρισε την πλάτη και πήγε προς την έξοδο. Βγήκε στο δρόμο και απάντησε. Ντράπηκε, ζήλεψε, εξοργίστηκε. Ποια ήταν στο τηλέφωνο; Γιατί δεν ήθελε μπροστά της να απαντήσει; Τον έβλεπε που ενώ μιλούσε έβηχε και χαμογέλαγε χαιρέκακα. Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει από τους καπνούς και από τα διάφορα που έριχναν. Κοίταξε το τραπέζι του. Είχε αφήσει τα χαρτιά του πρώτη φορά αφύλακτα, απροστάτευτα. Σκέφτηκε πως ίσως αυτή να ήταν η ευκαιρία της. Εκείνος σαν να μάντεψε την σκέψη της γύρισε και την κοίταξε. Μόνο αν κάτι του συνέβαινε, αν τον χτυπούσαν, αν ζαλιζόταν από τα χημικά, μονάχα τότε θα μπορούσε να μάθαινε τι έγραφε. Η πόρτα άνοιξε ξανά κι από το ρεύμα που δημιουργήθηκε είδε όλες τις σκέψεις της να χάνονται, να τις ρουφάει ο δρόμος. Τι όμορφος που ήτανε! Σηκώθηκε και τον πλησίασε κρατώντας την κανάτα. Δήθεν να του γεμίσει το ποτήρι του. Αυτός πρώτα φορά την κοίταζε στα μάτια. Της φάνηκε πως είχε κάτι να της πει. Κάτι εκεί έξω είχε συμβεί. Κάποιος του το είπε μόλις στο τηλέφωνο. «Τι γίνεται;» τον ρώτησε. Μισάνοιξε τα χείλη του. Πόσο πολύ της άρεσε αυτός ο δισταγμός του. Πόσο πολύ θα ήθελε να τον γαμήσει εκείνη την στιγμή. Κι ύστερα ας της έλεγε. Καμιά στον κόσμο απάντηση δεν ήταν πιο επείγουσα από το πήδημά τους. «Δεν ξέρω», της απάντησε και αμέσως έβγαλε από την τσέπη κάτι κέρματα. Την ώρα που την πλήρωνε, του είπε «Αλεξάνδρα».

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

να έρχεσαι

να έρχεσαι
όταν κοιτάζω το παράθυρο
να με σκουντάς στον ώμο
να βγάζεις γλώσσα
που το μυαλό μου έτρεχε;
που θα σε πάω τον αύγουστο;
που το βασίλειό μου;
να σπρώχνεις
ανάμεσα στους στίχους σου
κουβέντες άθλιες του δρόμου και βρωμόλογα
να με στριμώχνεις
μέσα στου σεντονιού σου τον ορίζοντα
να με αιφνιδιάζεις