Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ούτε λόγος

Ο Σεπτέμβριος είναι ένα στοίχημα
εξ ορισμού χαμένο.
Για να κερδίσεις ούτε λόγος,
μα έστω για να μην ταπεινωθείς,
πρέπει να λείπεις, όταν έρχεται
και όταν φεύγει, να λες «δεν πρόσεχα,
είχα αλλού τον νου μου…»
Και όποτε το επιτρέπει ο καιρός,
και όποτε οι υποχρεώσεις δεν βαραίνουν,
τότε να αυγουστοποιείς τις μέρες του
και τρέλα μόνο να πουλάς στο ημερολόγιό σου.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014


Ωραία μέρα για εκδρομή. Και ας μην πηγαίναν μακριά. Κι ας έφταναν μονάχα ως τα περίχωρα της πόλης. Και μόνο που μπήκαν στο αυτοκίνητο. Και μόνο που τα παράθυρα κατέβασαν και κρέμασαν τα χέρια τους απ’ έξω. Και μόνο που η μουσική. Της ζήτησε από χθες αργά να φτιάξει ένα σάουντράκ για τη σημερινή τους βόλτα. Αυτή έβαλε μέσα τα πιο σημαντικά: Εκείνο που έπαιζε τότε που γνωριστήκανε. Εκείνο που διάλεγαν να ακούν κάθε φορά που μάλωναν – σιωπούσαν και το έβαζαν στα τέρματα, μέχρι να τους περάσει. Το άλλο που εκείνον τον νευρίαζε, μα επειδή αυτή το αγαπούσε, γούσταρε κατά βάθος εκείνο το μονότονο μουρμουρητό με το οποίο το συνόδευε. «Να πάρω το μαγιώ μαζί», τον ρώτησε, ενώ βόλευε τα πράγματα στον σάκο. «Παρ’ το, αν και δεν νομίζω να καταφέρουμε να φτάσουμε ως τη θάλασσα.» Ποια θάλασσα; Το κύμα είχε ήδη σκεπάσει το κατώφλι. Βγήκαν στο δρόμο αγκαλιά. Το αμάξι ήδη μούγκριζε. «Σου το είχα πει, ψωράλογο, πως θα σε πάμε βόλτα…» Έβαλαν μπρος, ξεκίνησαν. Βγήκανε στα μπαλκόνια τους όσοι είχαν απομείνει. «Καλό ταξίδι, ρε παιδιά! Κάντε και μια βουτιά για μας και θα σας το χρωστάμε.» «Μπορεί να μην προλάβουμε να πάμε ως τη θάλασσα», φωνάξανε πίσω τους αυτοί καθώς απομακρύνονταν. Ποια θάλασσα; Τα φύκια είχαν ήδη τις σκάλες περιζώσει. Στο πρώτη διασταύρωση τους έπιασε φανάρι. Είδε το γόνατό της να τρίβει τις ταχύτητες και έβαλε το χέρι του κάτω από τη φούστα. «Έχασες κάτι;» τον ρώτησε. «Όχι, αλλά κάτι βρήκα.» «Άντε, ξεκίνα! Πράσινο! Θέλουμε και βενζίνη!» Βρήκανε ένα ανοιχτό. «Πόσο να βάλω;» τους ρώτησε ο βενζινάς και τότε άρχισε αυτός κέρματα να μετράει. «Καλά, άσ’ το, παλικάρι μου! Πες πως κερνάει το μαγαζί. Να πάτε, να σας δροσίσει το νερό. Σας βλέπω ξαναμμένους…» Αυτός τον ευχαρίστησε, μα φεύγοντας του είπε: «Δεν ξέρω, μπάρμπα, αν θα μας δει η θάλασσα. Πάμε κι όπου μας βγάλει.» Ποια θάλασσα; Τα ψάρια ήδη φώλιαζαν μέσα στην κάμαρά τους. Λίγο μετά τους έπιασε και δεύτερο φανάρι. Και τότε άρχισε αυτή εκεί να χασμουριέται. «Τι έπαθες; Βαρέθηκες;» «Όχι, μωρέ. Νυστάζω.» «Γιατί; Μήπως ξενύχτισες;» «Αφού έφτιαχνα τη μουσική. Να έχουμε για το δρόμο. Κι ακόμα δεν ακούσαμε ούτε ένα τραγούδι.» «Καλά, κοιμήσου τότε εσύ και άσε με εμένα να οδηγώ, να ακούω τη μουσική σου.» «Ξύπνα με, όταν φτάσουμε! Κοίτα μπροστά! Το νου σου…» Κι έκλεισε αυτή τα μάτια της. Κι άνοιξε αυτός το ράδιο. Ωραία μέρα για εκδρομή. Όχι, καθόλου δεν θα πείραζε και αν έφταναν μονάχα ως τα περίχωρα της πόλης. Και μόνο που μπήκαν στο αυτοκίνητο. Και μόνο που τα παράθυρα κατέβασαν και κρέμασαν τα χέρια τους απ’ έξω. Και μόνο που υπήρχε η θάλασσα εκεί, κάπου στο τέλος της διαδρομής, για να τους περιμένει. Και μόνο που η μουσική. Και μόνο που οι δυο τους. Κι έπειτα, τι θα έκαναν, αν έμεναν στην πόλη; Αυτός θα ξύπναγε νωρίς. Πάντοτε τα χαράματα. Θα πήγαινε μέχρι τη δουλειά, αλλά αυτήν την εποχή ποιος θα τον χρειαζόταν; Τζάμπα θα κουβαλούσε τα εργαλεία του. Τζάμπα τα χέρια του θα λέρωνε. Τζάμπα δουλειά και κρίμα. Ίσως και να καθότανε μέχρι το μεσημέρι, μπας και βρεθεί κανένας ξέμπαρκος και του τηλεφωνήσει. Ύστερα θα σερνόταν μέχρι το καφέ, που δούλευε εκείνη. Ξυπνούσε πάντα στις εννιά. Το άνοιγε στις δέκα. Θα της κρατούσε παρέα ως το σχόλασμα. Και επειδή αυτήν την εποχή το μαγαζί είναι άδειο, μάλλον και πάλι θα παρίστανε πως είναι αυτός πελάτης. Θα έμπαινε, θα καθότανε στο ίδιο το τραπέζι, θα της παράγγελνε καφέ. «Σκέτον;» θα τον ρωτούσε. Ίσως να την ζωγράφιζε για να περάσει η ώρα. Ίσως να κάνανε έρωτα μέσα στις τουαλέτες. Όχι, καλύτερα που φύγανε. Το άξιζε η μέρα. Κι ο Αύγουστος τελείωνε. Και η ζωή περνούσε. Κι ο χρόνος πάντα έτρεχε κι αυτοί τον κυνηγούσαν. Σκέφτηκε ίσως, αν το πατούσε λίγο περισσότερο, πως θα τον προσπερνούσε. Και όταν φτάσουνε εκεί, κι όταν θα την ξυπνήσει, να της προσφέρει ξαφνικά το μέλλον τους για δώρο. Γύρισε και την κοίταξε. Τα βλέφαρα σαλεύαν. Κάτι θα ονειρεύεται. Άραγε, τι να βλέπει; Έβλεπε, λέει, πως είχαν πάει εκδρομή. Πως ήταν στο τιμόνι αυτή και αυτός, ο ασυνείδητος, της έκλεινε τα μάτια. Πως έγλυφε τα χέρια του, πως δάγκωνε τα χείλη. Πως έτρεχε τόσο γρήγορα, που ούτε προλάβαινε κανείς να δει το πέρασμά τους. Πως αφού άφησαν πίσω την πόλη, την χώρα, το πλανήτη τους, αρχίσανε να ταξιδεύουνε σε άλλες διαστάσεις. Πως μπήκανε, λέει, σε τροχιά. Πως έγινε το αμάξι τους του κόσμου δορυφόρος. Πως χάθηκε η βαρύτητα. Πως άρχισαν να ίπτανται μες στου αμαξιού το κύτος. Και τότε αυτός ξεκίνησε τα ρούχα να της βγάζει. Και τότε εκείνη άρχισε παντού να τον χαϊδεύει. «Να γαμηθούμε στο διάστημα, πες μου, αυτό δεν θέλεις; Φτηνές συμβάσεις γήινες να μην μας εμποδίζουν. Μάζα χωρίς πυκνότητα. Χωρίς το βάρος έλξη.» Και τότε αυτός την σήκωσε, την ξάπλωσε στην οροφή, μέσα βαθιά της μπήκε. Μετέωροι οι εραστές, έρως μετεωρίτης. Την ώρα που τελείωναν και τα υγρά τους χύνονταν στη μικροατμοσφαιρά τους, του έδειξε το παράθυρο. «Τι όμορφο!», του είπε. «Κοίτα, η Γη εκρήγνυται! Μαζί με μας τελείωσε και ολόκληρη η Ιστορία!» «Ξύπνα, σου λέω!» «Φτάσαμε;» «Γυρίζουμε στο σπίτι.» «Γιατί; Πες μου, τι έγινε;» «Όλοι είχαν την ιδέα μας. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι. Κοίτα, ήδη μεσημέριασε και προχωράμε ακόμα. Πάμε εκδρομή στο σπίτι μας. Εκεί θα είμαστε μόνοι.» «Κι εγώ αυτό θέλω, ανόητε. Κι αν λαχταράς τη θάλασσα, αν ψάξεις πιο προσεχτικά σου έχω μια φυλάξει.» Κι ανέβασε τη φούστα της. Και άνοιξε τα πόδια. Και έβγαλε τα πάνινα και γύμνωσε τα πόδια. «Κοίτα μπροστά, αγάπη μου! Η θάλασσα δεν φεύγει.» Και τότε ήταν που άρχισε να παίζει το τραγούδι. Περίεργο, δεν το θυμότανε αυτό να το έχει περιλάβει. Το δάχτυλό της τέντωσε, δυνάμωσε τον ήχο. «Δεν ήξερα πως σου αρέσουνε αυτά…» «Να σε ρωτήσω κάτι; Θυμάσαι κάποτε, παλιά, που μου έγραφες ποιήματα;» «Και βέβαια θυμάμαι.» «Συνέχεια για τα μάτια μιλούσανε οι στίχοι.» «Μου αρέσουνε τα μάτια σου.» «Μόνο αυτά σου αρέσουν;» «Όχι, όλα μου αρέσουν πάνω σου.» «Τα μάτια, όμως, πιο πολύ;» «Όχι, μα πάντα για τα μάτια γράφονται τα ποιήματα και όχι για τους κώλους.» «Αλήθεια; Άκου, λοιπόν, τι θα σου πω. Πώς έχει τώρα η φάση. Ή γράφεις ένα ποίημα που οι στίχοι να μιλάνε για τον κώλο μου ή αλλιώς πάει, σε χωρίζω!» «Πλάκα μου κάνεις, έτσι;» «Ποτέ δεν μίλησα πιο σοβαρά.» «Σου έχω ένα έτοιμο.» «Ποιος κάνει τώρα πλάκα;» «Αλήθεια λέω, περίμενε… Το έγραψα όσο εσύ κοιμόσουν. Κάπου εδώ το έβαλα…» «Κοίτα μπροστά σου! Πρόσεχε! Εκεί! Το λεωφορείο!»

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014


-Τι ώρα φτάσατε εσείς στον τόπο του εγκλήματος; -Δεν ξέρω. Ήταν σίγουρα αργά. -Αργά για ποιο πράγμα; -Αργά το βράδυ, εννοώ. -Μεσάνυχτα, ας πούμε; -Περίπου. Δεν κοίταξα την ώρα. -Ωστόσο, μου είπατε βιαζόσασταν. -Ναι ήθελα να το προλάβω ανοιχτό. -Το καφενείο; Πώς το είπαμε; -«Vents Alizés», που πάει να πει στα γαλλικά… -Δεν με ενδιαφέρει. -Ναι, ήθελα να το προλάβω ανοιχτό. -Συνήθως τι ώρα κλείνει; -Δεν ξέρω. Δεν έχω πάει ποτέ αργά. Μόνο το μεσημέρι. -Α, ναι; Πώς κι έτσι; -Δεν βγαίνω έξω τα βράδια. Ξυπνάω πάντα πολύ νωρίς, χαράματα. -Αλήθεια; Με τι ασχολείστε; -Με το να ξυπνάω πολύ νωρίς, τώρα μόλις σας το είπα. -Μάλλον για αυτό είναι που δεν συμπίπτουμε ποτέ. Ακόμα και τώρα που η πόλη έχει αδειάσει. Εγώ, ας πούμε, κάνω ακριβώς το αντίθετο. Ασχολούμαι με το να ξενυχτάω. -Μόνο νύχτα διεξάγετε εσείς τις ανακρίσεις σας; -Εδώ εγώ είμαι αυτός που κάνει ερωτήσεις. -Συγνώμη. Ξέρετε, από περιέργεια… -Σας συγχωρώ. Άλλωστε, μου αρέσει να μιλάω που και που για τη δουλειά μου. -Μπορώ να σας ρωτήσω, δηλαδή; -Και βέβαια όχι. Αστειεύτηκα. Λοιπόν, τι λέγαμε; -Ότι πηγαίνω πάντοτε μονάχα μεσημέρι. -Α, ναι; Πώς κι έτσι; -Μου αρέσει την ώρα εκείνη, γιατί συνήθως είναι ήσυχα. -Σας άρεσε μάλλον, γιατί τότε συνήθως ήσασταν μονάχοι σας. -Ναι, και για αυτό. -Της το είχατε πει ποτέ; -Όχι, ποτέ δεν είπαμε κάτι παραπάνω πέρα από δυο-τρεις κουβέντες τυπικές. -Όπως; -Όπως το να της δίνω την παραγγελία μου. -Καλά, φαντάζομαι ότι αφού ήσασταν τέτοιος πελάτης τακτικός, θα είχε μάθει από καιρό τι θέλετε να πιείτε. -Όχι. Πάντοτε με ρωτούσε. -Λέτε, λοιπόν, πως μάλλον της ήσασταν, ας πούμε, αδιάφορος. -Νομίζω, ναι. -Τότε αυτό εδώ πώς το εξηγείτε; -Που το βρήκατε αυτό; -Στην τσέπη της φούστας της ή σε ό,τι τέλος πάντων έχει απομείνει από αυτήν. Λοιπόν, το αναγνωρίζετε; -Ναι, εγώ το έχω σχεδιάσει. -Πολύ ωραίο σχέδιο! -Αλήθεια; Σας αρέσει; -Δεν ξέρω και πολλά από τέχνη, αλλά ναι, νομίζω ότι το έχετε. -Σας ευχαριστώ. -Αν και, όσο ωραίο κι αν είναι, σίγουρα δεν θα σκότωνα για αυτό. -Ούτε εγώ θα σκότωνα. Ούτε για αυτό, ούτε για κανένα σχέδιο στον κόσμο. -Για πείτε μου, τότε λοιπόν, για ποιον λόγο, αλήθεια, θα σκοτώνατε; -Για κανέναν λόγο! Είμαι κατά της βίας! -Θα θέλατε να σας απαριθμήσω τις βίαιες ενέργειες τις οποίες σήμερα μόνο διαπράξατε; -Σήμερα ήταν μια εξαίρεση. Και σε όλες τις ενέργειες αυτές βρισκόμουνα σε άμυνα. -Πάντα και όλοι σε άμυνα βρισκόμαστε. Πάντα υπάρχει μια επίθεση που διεξάγετε εναντίον μας. Εναντίον όλων μας, θέλω να πω. Όλων ανεξαιρέτως. Και πάντα και όλοι, εμείς οι ανεξαίρετοι, βρισκόμαστε σε άμυνα. Οπότε, σας παρακαλώ, μην χρησιμοποιείτε άλλο πια αυτήν την τόσο αδύναμη και αστεία δικαιολογία. Υπερασπιστείτε τα εγκλήματά σας! Μην ντρέπεστε τόσο για αυτά! Αυτά σας έκαναν αυτόν που τώρα είστε. -Δεν έκανα κανένα έγκλημα. -Δώστε μου τον ορισμό του εγκλήματος! -Δεν έκανα καμία απολύτως πράξη αξιόποινη. -Α, μάλιστα. Και η εγκατάλειψη τότε τι πράξη είναι; Αξιοθαύμαστη; -Ποιον εγκατέλειψα; -Την… συγχωρείστε με, ξεχνάω το όνομά της… Ας πούμε την «δικιά σας». -Δεν την εγκατέλειψα. Έφυγα αλλά ορίστε, ξαναγύρισα. -Συγχαρητήρια. Μόνο που, ξέρετε, αργήσατε λιγάκι. -Το ξέρω, έπεσα σε κίνηση… -Α, ωραία! Πρώτα η αυτοάμυνα και τώρα ο κόσμος ο κακός που βάζει διαρκώς εμπόδια. Η κοινωνία φταίει, σωστά; -Δεν είπα αυτό. -Ποια κίνηση, άνθρωπέ μου, μες στον Αύγουστο; Κι εν πάση περιπτώσει, γιατί αυτή η γαμημένη κίνηση δεν σας εμπόδισε και όταν φεύγατε από εδώ; -Δεν ξέρω. -Φύγατε, γιατί έπρεπε, σωστά; Γιατί δεν γινότανε αλλιώς. Γιατί είχατε υποχρέωση. Γιατί σας πήρανε τηλέφωνο. Γιατί, ας πούμε, φοβηθήκατε. -Τι φοβήθηκα; -Μα να μείνετε, φυσικά. Να μείνετε και να υπερασπιστείτε την εμμονή σας. Ή την επιθυμία σας, αν έστω προτιμάτε. Σας καταλαβαίνω, μην νομίζετε. Μονάχα, πείτε μου, σας παρακαλώ, τι είναι αυτό που πιο πολύ σας τρόμαξε; Η ικανοποίηση ή μήπως η διάρκεια; -Δεν ξέρω. -Καλά, ξέρω εγώ. Ας πούμε, η ματαιότητα. -Η ματαιότητα; -Γιατί, όσο μάταιο σας φαινόταν κάποτε ίσως το να επιμένετε, άλλο τόσο κι ακόμα περισσότερο σας φάνηκε και το βρείτε ξαφνικά μια κάποια ανταπόκριση. Οπότε, αντί να πάρετε επιτέλους μια απόφαση, απλώς αλλάξατε στο τέλος δίλημμα. Και κάπως έτσι το «ή εγώ ή αλλιώς κανείς» έγινε «αν όχι εγώ, τότε ολόκληρη η πόλη». Τέλειο άλλοθι, το ομολογώ. Τι θα μπορούσατε να κάνετε με αντίπαλο ή αντίζηλο, αν θέλετε, όλη την κοινωνία; -Και όμως, κάτι έκανα. -Ναι, κάτι κάνατε, σωστά: Αργήσατε. Και όταν φτάσατε, επτά ολόκληροι στρατοί είχαν περάσει πάνω από το κορίτσι.


-Σας λέω, ήτανε ψυχοπαθής. -Ελάτε τώρα, που θέλετε να κάνετε και διάγνωση. Ερωτευμένος ήτανε ο άνθρωπος. -Δεν κάνουν έτσι οι ερωτευμένοι. -Αλήθεια; Πώς κάνουν, δηλαδή; -Δεν ξέρω. Πάντως μιλάνε. -Και δεν σας μίλησε ποτέ; -Ποτέ. Μόνο μια καλημέρα, κι ας ήταν ήδη απόγευμα σχεδόν, κάθε φορά που ερχόταν. -Ερχόταν, δηλαδή, συχνά; -Περίπου κάθε μέρα. Και πάντα την ώρα που ήμουν μόνη μου. Σας λέω, τον φοβόμουν. -Γιατί δεν το είπατε ποτέ αυτό στο αφεντικό σας; -Γιατί δεν θα τον ένοιαζε. Αφού ήτανε πελάτης. -Ωστόσο, πέρα από την παρουσία του, δεν βλέπω με ποιον άλλο τρόπο υπερβολικό σας είχε ενοχλήσει. -Με κοίταζε περίεργα. -Πώς δηλαδή; Όπως περίπου τώρα και εγώ; -Ας πούμε, κάπως έτσι. -Πάλι καλά που δεν υπάρχει τώρα εδώ κάποιο μαχαίρι πρόχειρο… -Παρακαλώ, να μην με ειρωνεύεστε! -Σωστά, με συγχωρείτε. Πείτε μου, λοιπόν, τι άλλο ασυγχώρητο σας έκανε το θύμα μας, πέρα από το να σας κοιτάζει. -Συνεχίζετε. -Έχετε δίκιο, αλλά ξέρετε, μου είναι δύσκολο να αντισταθώ. Συμβαίνει αυτό με τα γελοία εγκλήματα. -Δεν ήταν έγκλημα και σίγουρα δεν ήτανε για γέλια. -Πώς το ορίζετε το έγκλημα εσείς; -Είχα δικαίωμα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, αφού η αστυνομία σας δεν ήτανε εδώ για να με προστατέψει. -Γιατί; Τηλεφωνήσατε; -Πολλές φορές, αλλά ήσασταν όλοι απασχολημένοι. -Απασχολημένοι με ποιο πράγμα ακριβώς; -Δεν ξέρω. Φαντάζομαι με τα επεισόδια. -Τι εννοείτε επεισόδια; -Αυτά όλα που συνέβαιναν στο δρόμο, στην πλατεία. -Αύγουστο μήνα δεν υπάρχουν επεισόδια, δεσποινίς. Μάλλον επαναλήψεις βλέπατε. Και εν πάση περιπτώσει, το τμήμα είναι δίπλα σας. Μία φωνή να βάζατε, σίγουρα κάποιος θα σας άκουγε. -Έβαλα πολλές φωνές. -Και; -Και δεν με άκουσε κανένας. -Και τότε πώς το μάθαμε; -Δηλαδή, θέλω να πω με άκουσαν, μα όταν ήρθαν, ήταν πια αργά. Είχε ήδη γίνει το κακό. -Πριν ή μετά από το κακό φωνάξατε; -Και πριν και μετά. -Και κατά τη διάρκεια; -Αν συνεχίσετε σε αυτό το ύφος, να ξέρετε πως δεν πρόκειται να απαντήσω σε καμία άλλη ερώτηση. -Πολύ εύκολα θυμώνετε. -Όχι δεν είμαι έτσι γενικά. -Είναι που σήμερα σας έπιασαν τα νεύρα; -Σήμερα δέχτηκα μια επίθεση, κύριε, από έναν τρελό που ήθελε να με βιάσει. -Η λέξη τρελός με ενοχλεί. Ψυχοπαθής καλύτερα. -Και ήμουν τελείως μόνη μου. -Δεν είχατε καθόλου κόσμο σήμερα; -Όχι. Ποιος να πατήσει τέτοια εποχή. Έχουνε όλοι φύγει. -Περίεργο. Γιατί πληροφορήθηκα πως σας τελείωσε ο καφές. -Ναι. Έτυχε σήμερα κι αυτό… -Σίγουρα δεν τον καταναλώσατε εσείς; -Δεν πίνω καφέ. -Ποτέ; -Μια φορά μονάχα τον δοκίμασα. -Και δεν σας άρεσε, ε; -Όχι μου έφερε μεγάλη νευρικότητα. -Όπως, ας πούμε, τώρα. -Δεν ήπια σήμερα καφέ. -Καλώς, δεν θα επιμείνω. Ήρθε, λοιπόν στο μαγαζί και τι ακριβώς σας είπε; -Μου ζήτησε να του επιστρέψω ένα σχέδιο που μου είχε, υποτίθεται, χαρίσει. -Αυτό εδώ το σχέδιο; -Μάλιστα. -Πολύ καλό! Μου αρέσει. -Αλήθεια; Δεν θα το έλεγα. -Είστε εσείς, να φανταστώ… -Ναι, μάλλον, έτσι μοιάζει. -Μα, ναι. Είναι νομίζω προφανές. -Από τη φούστα και τα παπούτσια θα το καταλάβατε. -Όχι, από τα βυζιά σας. -Πώς μου μιλάτε έτσι; -Όπως γουστάρω θα μιλάω. Εξάλλου αυτή η ιστορία για πορνογράφημα, υποτίθεται, ξεκίνησε. Αν δεν σηκώνατε εσείς το μαχαιράκι σας, δεν θα κατέληγε ποτέ ένα γελοίο θρίλερ. -Τι θέλετε να πείτε; -Για χάρη της αφήγησης γίνονται όλα, δεσποινίς. Ή μήπως το πιστέψατε πως είναι αυτή μια ανάκριση κανονική; Αν ήταν έτσι που είναι ο δικηγόρος σας; -Κι εγώ αυτό αναρωτιέμαι… -Για να μην αναφέρω ότι η βάρδια σας τελείωνε στις πέντε το απόγευμα και το έγκλημα διαπράχθηκε περίπου τα μεσάνυχτα. Τι κάνατε τόσες ώρες εκεί; Σπίτι δεν έχετε εσείς; Νομίζατε πως δεν θα βρεθεί κανένας αναγνώστης που να μην το προσέξει. -Ναι και σε μένα μου φάνηκε παράξενο. -Για αυτό σας λέω, όλα συμβαίνουν για χάρη της αφήγησης. Ακόμα και οι πιο μεγάλες αντιφάσεις. Όλα προς όφελος της ποίησης και εις βάρος την αλήθειας. -Οπότε; Είμαι ελεύθερη; -Ναι, είστε τόσο όσο και πριν. Για πείτε μου, σας φτάνει; -Τι με ρωτάτε ακριβώς; -Είστε ελεύθερη να παρακάμψετε όποια αφήγηση νομίζετε πως δεν θα σας αρέσει. Την αφήγηση, ας πούμε, του φίλου μας την κόψατε μαχαίρι. Ωστόσο, είστε σίγουρη ότι αυτό σας καθιστά στ’ αλήθεια πιο ελεύθερη; Θέλω να πω, τον αρνηθήκατε. Τι ήταν όμως ακριβώς αυτό στο οποίο είπατε όχι; Δεν ξέρετε τι είχε να σας πει. Ποτέ σας δεν θα μάθετε τι ήθελε να ζητήσει. -Το σχέδιο του ήθελε. -Αν ήτανε μόνο αυτό, θα του δίνατε, θα έφευγε και τώρα όλοι θα ήμασταν σίγουρα στα κρεβάτια μας. -Αλλά τι άλλο ήταν; -Ήθελε να σας πει την ιστορία του. Ήθελε να ακούσετε απλώς την εκδοχή του. Ίσως και να κουράστηκε από όλη ετούτη την παράλληλη αφήγηση και να επιδίωκε να φτιάξει μια κάπως πιο συνθετική. Σίγουρα μια καινούρια. -Πώς είστε τόσο σίγουρος; -Δεν είμαι. Αλλά δεν είστε και εσείς. Και δεν θα γίνετε ποτέ. Τώρα νομίζω πια πως καταλάβατε γιατί γελούσα διαρκώς. Ωραία ελευθερία!

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014


Κι αφού διέσχισε ξανά ανάποδα την πόλη, έφτασε πάλι στη γνωστή του γειτονιά, που τώρα πια ήταν ερημωμένη. Αυτή τη φορά απέφυγε να πάει από την πλατεία, αν και τώρα πια τίποτα δεν ακουγόταν από εκεί. Μάλλον μια νέα ανακωχή θα είχε στείλει και πάλι τους εμπόλεμους στα σπίτια τους. Σκέφτηκε πως ίσως να ήταν ο μόνος που ακόμα εκεί έξω στους δρόμους τριγυρνούσε. Έτσι ήταν πάντοτε. Με το να αποφεύγει τις συρράξεις τους, ούτε στον πόλεμό τους έμπλεκε μα ούτε κι απολάμβανε ποτέ τα δώρα της ειρήνης. Όσο πλησίαζε ξανά προς το καφέ, συνειδητοποιούσε ότι δεν ήταν έτοιμος για αυτό που πήγαινε να κάνει. Τι ακριβώς θα έλεγε; Συγνώμη, μήπως είδες αν ξέχασα μια ζωγραφιά επάνω στο τραπέζι μου; Αν πράγματι την είχε αφήσει εκεί επάνω στη βιασύνη του, το πιθανότερο θα ήτανε αυτή να μην την είχε καν προσέξει και θεωρώντας την ως ένα άχρηστο χαρτί να την τσαλάκωνε και να την έριχνε μετά μες στα σκουπίδια. Και τότε αυτός τι θα της έλεγε; Συγνώμη, ξέρεις, για μένα ήτανε σημαντικό. Μήπως θα μπορούσα, άραγε, να ψάξω μες στον κάδο; Σιγά να μη τον άφηνε. Θα έψαχνε μονάχη της και αν κι αφού την έβρισκε, σίγουρα μια μάτια θα έριχνε, να δει τι είναι αυτό το τόσο πια σημαντικό που κρύβει ένα χαρτάκι. Βέβαια μπορεί και ήδη να το είχε δει. Να το είχε βρει, καθώς θα πήγαινε να καθαρίσει το τραπέζι του. Να το είχε ξεδιπλώσει έτσι, από απλή περιέργεια. Να είχε μάθει τώρα πια ποιο ήταν το μυστικό του. Και πάλι όμως, δεν ήταν παρά ένα σκιτσάκι πρόχειρο. Μπορεί να το είδε, μα να μην το κατάλαβε. Οι δυνατότητές του δεν του επιτρέπανε να φτιάξει κάποια πολύ πιστή αναπαράσταση. Δεν είχε προσπαθήσει καν να αποδώσει τα χαρακτηριστικά του όμορφου προσώπου της. Η αλήθεια είναι πως υπήρξανε και άλλα μεσημέρια όπου τα είχε καταφέρει πιο καλά. Όχι, σήμερα δεν ήτανε η μέρα του. Σήμερα, τη μέρα εκείνη δηλαδή, όλα του πήγανε στραβά. Κι ήταν κι εκείνο το γαμημένο τηλεφώνημα. Καλύτερα θα ήταν μάλλον να το είχε κλείσει. Μετά όμως θα έπρεπε να ψάξει και να βρει άλλες δικαιολογίες. Κι οι άλλοι από ψέματα δεν έπαιρναν. Πώς να τους κοροϊδέψει; Όσο πλησίαζε στο μαγαζί, τόσο η απογοήτευση του δάγκωνε σαν φίδι το στομάχι. Τα φώτα του ήταν σβηστά, αν και ακόμα ήταν νωρίς. Δεν ακουγόταν μουσική, μα ωστόσο η πόρτα φαινότανε μισάνοιχτη. Έφτασε, είδε στη τζαμαρία μια ραγισματιά, πήγε μια βόλτα το μυαλό του ως το κακό και ύστερα μπήκε μέσα. Μες στο ημίφως τα μάτια του σχημάτισαν φαντάσματα. Είδε δυο άντρες στο τραπέζι του να κάθονται κι αμίλητοι να τον κοιτάζουν. Από το βάθος μια άλλη φιγούρα καθισμένη σε σκαμπό ανασηκώθηκε. Μα σήκωσε αμέσως ο ένας από τους δυο παρείσακτους το χέρι του, σαν να έδινε κάποια εντολή, κι αυτή ακινητοποιήθηκε. Τότε κατάλαβε ότι ο δεύτερος δεν ήταν παρά του πρώτου το παλτό και το καπέλο, που αραγμένα πάνω στην καρέκλα δίπλα του παρίσταναν μια σιωπηλή κι αόρατη παρέα. Για κάποιον λόγο του φάνηκε ότι αυτός ο τύπος τον περίμενε. Μαγνητισμένος τον πλησίασε. Τον είδε που χαμογελούσε. Τον κοίταξε καλύτερα. Του ήτανε τελείως άγνωστος. Ποιος ήταν ο σφετεριστής που είχε πιάσει το τραπέζι του. Που ήρθε μόλις έφυγε, μέσα σε ετούτο, στο δικό του το καφέ, με αυτό το όνομα το τόσο ακατανόητο; «Άνεμοι αληγείς.» «Συγνώμη;» «Αυτό σημαίνει. Στα γαλλικά.» «Μα, πώς το καταλάβατε;» «Είναι οι άνεμοι των τροπικών. Ξέρετε, αυτοί που πνέουν σταθερά, ολόκληρο τον χρόνο. Εκεί οφείλουνε και το όνομά τους, άλλωστε. Γιατί ποτέ δεν λήγουν. Ναι, μην σας φαίνεται παράξενο, κάποιοι άνεμοι δεν εξασθενούν ποτέ. Κάποιοι κρατούν για πάντα.» «Ναι, μα εσείς… πώς γίνεται;» «Ας πούμε πως είχα ζήσει κάποτε σε εκείνα εκεί τα μέρη.» «Πώς καταλάβατε την σκέψη μου;» «Ας πούμε επίσης πως εκείνη εκεί η εποχή μου άφησε παράξενα κουσούρια.» «Κουσούρια; Εγώ δυνάμεις θα τις έλεγα.» «Εξαρτάται.» «Από τι;» «Συνήθως από αυτό που ψάχνετε.» «Κι εσείς τώρα τι ψάχνετε;» «Εγώ πίνω μονάχα έναν καφέ. Εσείς, ωστόσο, είναι προφανές: Κάτι αναζητάτε. Καθίστε όμως, σας παρακαλώ. Φαίνεστε κουρασμένος. Και βγάλτε αυτά τα κόκκινα γυαλιά. Αλήθεια, δεν σας πάνε. Λοιπόν, ακούω, πείτε μου! Πρίγκιπα, τι σας λείπει;» «Βρήκατε κάτι πάνω στο τραπέζι μου;» «Ποιο είναι το τραπέζι σας;» «Αυτό εδώ που κάθεστε.» «Άρα είναι δικό μου.» «Ναι, αλλά πριν καθόμουνα εγώ.» «Αλήθεια; Δεν σας πρόσεξα.» «Έφυγα πριν να έρθετε εσείς.» «Κρίμα. Χάσατε το καλύτερο…» «Το οποίο και τι ήταν;» «Χάσατε, ας πούμε, μιαν απώλεια.» «Δεν σας καταλαβαίνω.» «Αν ήτανε αυτό το τραπεζάκι σας. Αν είναι αυτό το αγαπημένο σας καφέ. Αν υπάρχει μέσα σε αυτό το μέρος ένας τουλάχιστον λόγος σοβαρός που να σας κάνει να επιμένετε να ζείτε κάθε μέρα. Αν όσα ως «δικά σας» εσείς τώρα ορίζετε βρίσκονται μέσα σε τόσα λίγα τετραγωνικά όλα τους μαζεμένα, τότε, αλήθεια, γιατί εγκαταλείψατε τη θέση σας; Αλήθεια, γιατί φύγατε;» «Γιατί με πήρανε τηλέφωνο.» «Ποιος; Πάλι κάποιος «δικός σας»;» «Όχι ακριβώς.» «Κάποιος που εσείς είστε δικός του, τότε.» «Πείτε μου, βρήκατε το σχέδιο;» «Τόσο ανάγκη το έχετε;» «Το θέλω. Είναι δικό μου.» «Κι αυτό δικό σας; Μα εσείς είσαστε πλούσιος! Ακούστε, μόλις φύγατε, εδώ έγινε κακός χαμός. Θα είδατε, φαντάζομαι, το ράγισμα στο τζάμι. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί σήμερα στην πλατεία θεώρησε, όπως κι εσείς, πως ήτανε δικιά του. Όπως κι ο δρόμος, άλλωστε, και ολόκληρη η πόλη. Ξέρετε, γιατί έφυγαν; Γιατί εγκατέλειψαν τη θέση τους και γύρισαν στο σπίτι;» «Γιατί κι αυτούς κάποιος τους πήρε στο τηλέφωνο;» «Γιατί κάποιος τους είπε πως είναι όλοι δικοί του. Έτσι δεν γίνεται δουλειά. Σωστά; Δεν συμφωνείτε; Και η «δικιά σας» από εδώ…» «Τι λέτε; Μην φωνάζετε!» «Δεν μας ακούει, προς το παρόν, να μην ανησυχείτε. Μα είναι αλήθεια πως είπα ήδη αρκετά. Καλύτερα να φεύγω.» «Και το σχέδιο;» «Το σχέδιο έτσι κι αλλιώς ήταν κακό. Να φτιάξτε ένα άλλο. Και μην ξεχνάτε, είπαμε: Άνεμοι αληγείς. Μην μπερδευτείτε πάλι!»


Ναι, αυτό ήτανε που έπρεπε να κάνει. Να πάρει το αφεντικό, να του ζητήσει βοήθεια. Δεν μπορεί, τόσες άκριες έχει αυτός. Τόσοι ασφαλίτες μαζεύονται εδώ τα πρωινά να πιούνε τον καφέ τους. Τόσες ροχάλες είχε ρίξει αυτή μες στα φλιτζάνια και τις κούπες τους. Όλο και κάποιος από αυτούς θα ήτανε στη γύρα. Δίπλα είναι το τμήμα, άλλωστε. Κι αυτοί οι άνθρωποι γαμώ, γιατί δεν έκαναν εκεί την επανάστασή τους; Μήπως για εκεί ξεκίνησαν και χάσανε τον δρόμο; Έβγαλε το τηλέφωνο. Ανύπαρκτο το σήμα. Οι ελπίδες στέρευαν σιγά-σιγά. Έψαχνε γύρω της κάτι να βρει για να πιαστεί. Να μην τα παρατήσει. Το μάτι έπεσε ξανά πάνω στην καφετιέρα. Να είχε, άραγε, ο καφές και άλλες ιδιότητες; Άραγε να μπορούσε, αν έπινε και άλλο, να την κάνει, με κάποιον τρόπο μαγικό, απαρατήρητη, αόρατη και ανύπαρκτη ακόμα; Να έμπαιναν οι εχθροί στο μαγαζί, να το λεηλατούσαν, κι αυτή, σαν το κουνούπι, να τους κοιτούσε από ψηλά. Να γέλαγε μαζί τους. Όχι, ο καφές ό,τι ήτανε να κάνει πια το έκανε. Την ξύπνησε για τα καλά. Τώρα κάτι άλλο έπρεπε να βρει. Να την αποκοιμίσει. Κοίταξε τα μαχαίρια που κρέμονταν από ψηλά. Αυτό με την λεπίδα την πλατιά της έκλεισε το μάτι. Τεντώθηκε να πιάσει την λαβή, μα ήταν πια πολύ αργά για τέτοιες αντιδράσεις. Την ώρα εκείνη η τζαμαρία τελικά του μαγαζιού κατέρρευσε. Και τόσο πια που άντεξε, πολύ στ’ αλήθεια ήταν. Τα θρύψαλά χυθήκανε παντού, η ραγισμένη γεύση του γυαλιού της έκαψε τη γλώσσα. Και οι κακούργοι εισβολείς πλημμύρισαν το μέρος. Όσο κι αν κράτησε αιώνες η αναμονή, όλα τα υπόλοιπα έγιναν σε μια στιγμή μονάχα. Άρπαξαν ό,τι άξιζε, φάγαν ό,τι τρωγόταν, και όλα τα άλλα τα κατέστρεψαν, τα έσπασαν κομμάτια. Μέσα σε μία ξέφρενη χαρά. Μες σε σφιγμένα δόντια. Μα ωστόσο, όσο κρατούσε το κακό, εκείνην δεν την πείραξαν. Την άφησαν να κάθεται εκεί, σε μια γωνιά και να κοιτάζει μια μουτζούρα στο χαρτί που φύλαγε στην τσέπη. Στο τέλος κάποιος είπε: «Αυτήν εδώ τι θα την κάνουμε;» Και επειδή δεν τους βρισκόταν κάποια ιδέα πρόχειρη, φεύγοντας από το μαγαζί, την πήρανε μαζί τους. Βγήκαν στον δρόμο με αυτήν πάνω στους ώμους τους. Δύσκολα καταλάβαινες αν ήταν το κορίτσι αυτό ένα ακόμα λάφυρο ή αν μήπως τελικά το κίνημα βρήκε τον αρχηγό του. Δύσκολα και οι ίδιοι, αν τους ρωτούσες σοβαρά, μάλλον θα απαντούσαν. Κανείς δεν ήταν σίγουρος, τι από τα δύο περισσότερο τους έλειπε. Και κανενός δεν του περίσσευε μία σαφής ιδέα. Έξω ξανά στο δρόμο, όμως, ξαφνικά θυμήθηκαν ότι τους κυνηγούσανε. Αλλά επειδή οι διώκτες τους είχαν μάλλον σχολάσει, είπανε να γυρίσουνε πίσω στο φρούριο τους. Και έτσι άρχισαν ξανά τον δρόμο να ανεβαίνουνε. Να βρούνε την πλατεία τους. Τη μέρα να ανακτήσουν. Χοροπηδούσε αυτή εκεί, πάνω στις πλάτες τις τεκτονικές, και επειδή ήταν πιο ψηλά και έβλεπε μακρύτερα, συνέχεια τους φώναζε: «Όχι, μην πάτε προς τα εκεί! Γυρίστε! Είναι παγίδα!» Όμως αυτοί είχαν τα αυτιά τους χαμηλά και τις φωνές δεν άκουγαν. Και έτσι πάλι ανέβηκαν από τον ίδιο δρόμο. Και έτσι αναποδογύρισαν ολόκληρη τη μέρα. Μέχρι που φτάσανε ξανά στο επίπεδο το κάστρο, όπου και τους περίμενε το τέρας του Αυγούστου. «Ποια είναι αυτή;» μόλις τους είδε ρώτησε. «Μια φίλη», του απαντήσαν. «Κι εγώ πώς δεν την ξέρω;» «Τόσο καιρό κρυβότανε.» «Και τι την φέρατε εδώ;» «Είναι για σένα. Δώρο.» «Δώρο γιατί; Τι έκανα;» «Που πήγανε οι μπάτσοι;» «Πάνε αυτοί, τους έφαγα. Ήρθε η σειρά σας τώρα.» «Μα εσύ είσαι με το μέρος μας.» «Είμαι με αυτόν που τρώγεται.» «Φάε αυτήν! Είναι καλή, είναι νόστιμη. Θα δεις, θα σε χορτάσει.» «Νομίζω για αυτήν εδώ πως έχω άλλα σχέδια. Τρώω, πεινάω διαρκώς, μα έχω κι άλλες ανάγκες.» Και τότε το τέρας άρχισε τους φίλους του να τρώει. Άντρες, γυναίκες και παιδιά. Δεν έκανε διακρίσεις. Αυτοί διαμαρτύρονταν, φωνάζαν, βλαστημούσαν. Αλλά παρέμεναν εκεί, δεν έλεγαν να φύγουν. Στους δρόμους όλη μέρα, τα πηγαινέλα τους κουράσανε. Είχε περάσει κι η ώρα. Το κτήνος τους κατάπινε, μα αυτοί, αντί να αντισταθούν, το έριχναν στην γκρίνια. Ήταν πολλοί στον αριθμό, στο γράμμα όμως λίγοι. Τραβιόντουσαν, σπρωχνόντουσαν, λέγανε παραμύθια: «Πόσο να φάει το τέρας πια; Κάποια στιγμή θα σκάσει. Κάποιοι θα γίνουνε μεζές. Κάποιοι θα την γλιτώσουν.» Κανένας τους δεν γλίτωσε. Άδειασε η πλατεία. «Και τώρα οι δυο μας, κοπελιά. Πώς είπαμε σε λένε;» Όπα! Κάπου εδώ δεν είναι που πρέπει να εμφανιστεί ξάφνου το παλικάρι; Να βγάλει από το σάκο το σπαθί; Τον δράκο να σκοτώσει; Να σώσει το κορίτσι του; Να αγαπηθεί ο κόσμος; Μόνο που ο φίλος μας –αλήθεια τον θυμάστε;- όλη αυτήν την ώρα, ξέρετε, επέστρεφε στο κέντρο με τα πόδια. Ήταν και καλοκαίρι. Είχε και μία ζέστη φοβερή. Κάπου στο δρόμο δίψασε. Ήπιε πέντε-έξι μπύρες. Μέχρι να φτάσει, πάει, το έχασε το έγκλημα. Το είδε στις ειδήσεις. Αλλά και πες πως έφτανε νωρίς. Το τέρας δεν το είχε. Μάλλον θα τον κανόνιζε κι αυτόν, μαζί με την «δικιά του». Έφτασε τα μεσάνυχτα. Την βρήκε να είναι μόνη. Έσταζε, έτρεχε παντού. Μούσκευε την πλατεία. «Τι έγινε;» τη ρώτησε. «Εδώ, μωρέ, τα ίδια.» Το κτήνος της είχε κάνει τη ζημιά. Την είχε ξεκωλιάσει.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

1

Βγήκε στο δρόμο και αμέσως άρχισε να προχωρά ξανά προς την πλατεία. Ο καπνός και η ομίχλη που κατέβαιναν από εκεί ξεφτίλιζαν την όρασή του. Δεν ήξερε που ακριβώς ο δρόμος αυτός ολοκληρώνεται. Δεν ήτανε σε θέση ούτε να το μαντέψει. Έσκυψε το κεφάλι του και συνέχισε πεισματικά να προχωρά, αδιαφορώντας για τα όποια εμπόδια μπορούσαν να του προκύψουν. Έπρεπε να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα γινόταν σπίτι του. Το σπίτι του. Εκείνη τη στιγμή, αυτό είχε μόνο σημασία. Κάπου στου δρόμου τα μισά άκουσε άναρθρες κραυγές, σήκωσε το κεφάλι και είδε ένα σκουριασμένο πλήθος να έρχεται κατά πάνω του. Όχι, δεν ήτανε ο στόχος τους αυτός. Και αυτούς άλλοι τους κυνηγούσαν. Διάλεξε στην τύχη έναν παράδρομο και άρχισε να τρέχει. Χαμήλωσε το βλέμμα του ξανά και έτρεξε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να φύγει μακριά. Μακριά από τι, αναρωτήθηκε, την ώρα που οι φτέρνες του τον βάραγαν στην πλάτη. Μακριά από τα πάντα, του απάντησε. Κι έτσι σκυφτός, έτσι τυφλός, συνέχισε να τρέχει, σαν τον δραπέτη δαίμονα που οι άλλοι δαίμονες, οι πρώην σύντροφοί του, ανακαλύψαν μόλις την άθλια προδοσία του κι αμέσως τον πήραν στον κυνήγι. Έτρεξε τόσο που κάποτε στ’ αλήθεια του φάνηκε πως είχε αφήσει πίσω του την πόλη. Σταμάτησε, οσμίστηκε την ερημιά. Είδε μια στάση λεωφορείου πλάι του. Ένας παππούς καθόταν και περίμενε. «Περνάει το 111 από εδώ;» τον ρώτησε. «Όλα από εδώ κάποια στιγμή περνάνε.» Κάθισε δίπλα του παλεύοντας να πάρει πίσω τις ανάσες που είχε μες στην τρεχάλα χάσει. «Γιατί έτρεχες;» τον ρώτησε ο διπλανός του στοργικά. «Για να προλάβω», του απάντησε. «Για να προλάβεις τι;» επέμεινε. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Του θύμιζε λιγάκι τον πατέρα του. Κάπως περίπου έτσι μάλλον θα έμοιαζε και αυτός μετά μισό αιώνα. Σκέφτηκε: Χα! Μάλλον το παράκανα. Έτρεξα ως το μέλλον. «Από πού έρχεσαι;» τον ρώτησε ο γερασμένος του εαυτός. Δεν του απάντησε και έβγαλε τσιγάρο. «Από πού έρχεσαι;» εκείνος ξαναρώτησε. «Εσύ από πού έρχεσαι;» του είπε εκνευρισμένος. «Εμένα εδώ με βρήκες, το ξέχασες μικρέ; Α! Κοίτα! Έρχεται το δικό σου!» Ένα μισογεμάτο λεωφορείο ήρθε μπροστά τους και σταμάτησε. Ανοίξανε οι πόρτες. «Καλή ξεκούραση», του ευχήθηκε ο παππούς, ενώ επιβιβαζόταν. Κάθισε πίσω ακριβώς από τον οδηγό. Φορούσε κόκκινα γυαλιά κι ένα λευκό πουκάμισο αμάνικο. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» τον ρώτησε με μια φωνή ξεθυμασμένη, ηλεκτρική, ελάχιστα ανθρώπινη. Ακούμπησε στα γόνατα το σάκο του και άρχισε να ψάχνει. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Έκανε πως πάλευε να βρει το πορτοφόλι, αλλά ο νους του ήτανε αλλού. Όλα τα πράγματά του ήταν εκεί, στη θέση τους, κι όμως, κάτι φαινότανε πως έλειπε. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Τα σύνεργα, τα εργαλεία της δουλειάς, η εφημερίδα που πάντα μαζί του έσερνε, μα που ποτέ δεν διάβαζε, τα άγραφα τυφλά τετράδιά του. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Το σχέδιο. Που ήτανε το σχέδιο; Γύρισε ανάποδα τον σάκο και τον άδειασε στο πάτωμα του οχήματος. Δύο γυναίκες που καθόταν παραδίπλα του έβαλαν τρομαγμένες τις φωνές με αυτά που αντικρίζανε. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Το σχέδιο δεν ήταν πουθενά. Το ξέχασε. Το είχε αφήσει εκεί, πάνω στο τραπεζάκι στη βιασύνη του. Τώρα αυτή θα το κοιτά και θα χαμογελάει. Αυτό ήτανε. Προδόθηκε. Πάει το μυστικό του. «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» Γύρισε προς τον οδηγό. «Σταμάτα τώρα, αμέσως!» «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» «Είπα, σταμάτα το γαμημένο λεωφορείο σου, αλλιώς σας τρώω όλους!» «Δεν θα χτυπήσεις εισιτήριο;» «Όχι, ρε πούστη! Εσένα θα χτυπήσω!» Τον άρπαξε από το λαιμό και άρχισε να τον γρονθοκοπάει. Οι επιβάτες ούρλιαζαν κάτι αυτοσχέδιες προσευχές, καθώς χανότανε ο έλεγχος και το λεωφορείο εξόκειλε πάνω στο πεζοδρόμιο. Κοπάνησε πάνω σε κάτι παρκαρισμένα γιώτα χι. Μπήκε ξανά στο δρόμο. Διέσχισε το άλλο ρεύμα, και αφού πήρε σβάρνα ό,τι μπροστά του βρέθηκε, βγήκε στη λεωφόρο. Εκεί συγκρούστηκε, δίχως να ανακόψει ούτε στιγμή ταχύτητα, με ένα άλλο αμάξι διερχόμενο. Ο οδηγός του –επέστρεφε, είπαν, από εκδρομή- το μόνο πράγμα που πρόλαβε να κάνει ήταν να γράψει ένα ποίημα*, που η συνοδηγός δεν πρόλαβε ποτέ της να διαβάσει. Το λεωφορείο έγειρε στις δυο του ρόδες, μετεωρίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα και τελικά κατέρρευσε με κρότο στα πλευρά του. Λίγο μετά αυτός ξετρύπωνε από μέσα του, μέσα στα αίματα και στα σπαρμένα τζάμια. Τον είδαν να σηκώνεται όρθιος, να κρύβεται πίσω από ένα ζευγάρι κόκκινα γυαλιά και να απομακρύνεται κουτσαίνοντας.


Λίγο η αποκάλυψη του πρώτου της καφέ, λίγο το σχέδιο στο χαρτί, λίγο η μέρα αυτή που δεν τελείωνε και που ακόμα ήτανε μονάχα μεσημέρι, η αναστάτωσή της την έκανε να μην αναγνωρίζει το σώμα της το ίδιο. Πηγαινοερχόταν μες στο μαγαζί παίρνοντας σβάρνα τραπέζια και καρέκλες κι όλο ένιωθε πως πνίγεται. Πως στέρευε το οξυγόνο εκεί μέσα. Πήγε ως την πόρτα και την άνοιξε. Ο μολυσμένος αέρας του δρόμου εισέβαλε μέσα στα πνευμόνια της και αμέσως την συνέφερε. Είχε ξεχάσει σχεδόν πώς αναπνέουν. Άκουσε άγριες κραυγές και είδε από το βάθος να ξεχύνεται το αγριεμένο πλήθος. Ερχόταν κατά πάνω της. Αυτή ήταν ο στόχος τους. Όπως αυτός έτσι κι αυτοί. Όλοι για αυτήν ερχόντουσαν. Κινδύνευε. Έπρεπε να είχε φύγει, όσο ακόμα ήταν νωρίς. Τώρα εκείνο που της έμενε ήταν μονάχα να κρυφτεί και να ελπίζει πως θα την προσπεράσουν. Μπήκε ξανά και κλείδωσε. Έσβησε όλα τα φώτα. Πίσω από το μπαρ της οχυρώθηκε και απέμεινε να περιμένει. Είδε την καφετιέρα πάνω από το κεφάλι της και άρχισε να σκέφτεται μήπως μια κούπα ακόμα από ετούτο το μαγικό ζουμί ήταν μια κάποια λύση. Και τότε άκουσε τα πρώτα βίαια χτυπήματα. Το πλήθος είχε φτάσει ήδη μέχρι την πόρτα –την είχαν μάλλον μυριστεί- και οργισμένο την τζαμαρία της βαρούσε. Θυμήθηκε το σχέδιο. Ήταν ακόμα επάνω στο τραπέζι. Θα το κατέστρεφαν πριν φτάσουνε στο μπαρ. Η απεικόνισή της θα χανότανε πριν να εκλείψει η ίδια. Κοίταξε το τηλέφωνο. Να πάρει το αφεντικό. Να του ζητήσει βοήθεια. Τι να της πει τώρα αυτός; Μάλλον να πάει να κόψει το λαιμό της. Μήπως αυτό ήταν η λύση τελικά; Κοίταξε τα μαχαίρια που μες στο νεροχύτη μούλιαζαν. Οι άλλοι απ’ έξω ήδη ραγίζανε τα τζάμια. Γιατί να κόψει το δικό της τον λαιμό και όχι τον δικό τους; Την ώρα εκείνη αυτό της φάνηκε αλήθεια ευκολότερο. Άρπαξε εκείνο με την λεπίδα την πλατιά. Σηκώθηκε, αποκαλύφθηκε. Την είδανε οι άλλοι. Τρομάξανε έτσι, όπως κρατούσε το μαχαίρι σαν σπαθί και το κουνούσε στον αέρα. Κομμάτια πληγωμένα της ατμόσφαιρας σωριάζονταν στα πόδια της, ενώ συνέχισε να προχωράει σταθερά διαλέγοντας ποιος θα είχε την τιμή να ήτανε το πρώτο σφάγιό της. Περνώντας δίπλα από το τραπέζι του, πήρε με το άλλο χέρι το χαρτί, το δίπλωσε ξανά και το έβαλε στην τσέπη της. Τώρα δεν είχε πια να χάσει τίποτα. Οι άλλοι το κατάλαβαν και άρχισαν να φεύγουν. Κάποιοι χυδαία βρίζοντας. Κάποιοι άλλοι στέλνοντας φιλιά και κλείνοντας το μάτι. «Να ζήσεις, να μας θυμάσαι, κοπελιά», της φώναζαν. «Να πας να γαμηθείς, μωρή! Χαμούρα, πουτανάκι!» Τότε κατάλαβε το λάθος της. Είδε στα μάτια την απελπισία τους, τον φόβο, την οδύνη. Κι αυτούς άλλοι τους κυνηγούσανε. Όχι, δεν ήταν το μανιασμένο πλήθος ο εχθρός. Αυτοί ήταν τα θηράματα. Για άσυλο την ήθελαν και όχι για θυσία. Απέμεινε να τους κοιτά έτσι, εκεί, σαν άγαλμα, με το μαχαίρι με την λάμα την πλατιά ακόμα στο χέρι ξεχασμένο. Μέχρι που όλοι τους απομακρύνθηκαν, μα αφήσαν πίσω έναν. Αυτός ήταν αλλιώτικος. Παράταιρος με την στιγμή. Άσχετος με τον χρόνο. Φορούσε γάντια, ένα παλτό δερμάτινο και από το ένα χέρι του κρεμόταν ένα παλιομοδίτικο καπέλο. Τα χείλη του ανοιγοκλείνανε. Ο άνθρωπος μιλούσε. Τι ήταν αυτό που έλεγε; Ήθελε να το ακούσει. Πλησίασε, ξεκλείδωσε, άνοιξε χαραμάδα. Ίσα που να χωράει τη λεπίδα της. «Τι θέλετε, παρακαλώ;» «Είστε ακόμα ανοιχτά; Μπορώ να πιω έναν καφέ;» την ρώτησε, ενώ το γάντι χάιδευε του μαχαιριού την άκρη. «Περάστε, ναι», αιφνιδιάστηκε και άνοιξε την πόρτα. Μπήκε αυτός, προχώρησε κοιτάζοντας τον χώρο, λες και επισκεπτόταν μουσείο ή ανάκτορο και όχι ένα συνοικιακό καφέ στο χείλος της αβύσσου. Έβγαλε το παλτό, τα γάντια του, ακούμπησε σε μια καρέκλα το καπέλο και από ολόκληρο το μαγαζί διάλεξε τελικά και κάθισε στου άλλου το τραπέζι. «Ξέρετε, το τραπέζι αυτό;» «Συγνώμη, είναι πιασμένο;» «Όχι, αλλά δεν είναι καθαρό.» «Καλά, δεν με πειράζει.» «Τουλάχιστον να μάζευα να πράγματα…» «Δεν έχει πολύ ώρα, ε;» «Τι θέλετε να πείτε;» «Δεν έχει ώρα που έφυγε.» «Ποιος; Τι ακριβώς ρωτάτε;» «Εκείνος που καθόταν πριν εδώ. Λίγο νωρίτερα να ερχόμουν, μπορεί να τον προλάβαινα, σωστά;» «Τον ξέρετε;» «Όχι, εσείς;» «Είναι πελάτης τακτικός.» «Και έχει το τραπέζι του.» «Την ώρα αυτή που έρχεται, το μαγαζί είναι άδειο.» «Και το γεμίζετε μαζί. Συγνώμη, γίνομαι λιγάκι αδιάκριτος. Μπορώ να έχω έναν καφέ;» «Μάλιστα. Πώς τον πίνετε;» «Φέρτε μου έναν σαν κι αυτόν, παρακαλώ. Και με την ησυχία σας. Μην τρέχετε. Δεν βιάζομαι. Ήρθα να περιμένω.» «Εσείς τον πήρατε τηλέφωνο;» «Ποιον; Τι ακριβώς ρωτάτε;» «Αυτόν που πριν καθότανε εδώ.» «Είστε ερωτευμένη;» «Μην μου απαντάτε με ερώτηση!» «Πείτε μου, εκείνος το γνωρίζει;» «Σήμερα με ζωγράφισε.» «Τι λέτε; Σας το έδειξε; Σας πέτυχε, αλήθεια;» «Όχι, είδα το σκίτσο μόνη μου.» «Το άφησε πίσω φεύγοντας;» «Το ξέχασε.» «Γίνεται, μήπως, να το δω;» «Όχι, νομίζω δεν σας αφορά.» «Δεν ξέρετε τι με αφορά.» «Δεν θέλω και να μάθω.» «Καλώς. Μπορώ να έχω εκείνον τον καφέ που λέγαμε;»